Ποσειδῶν

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ποσειδῶν Medium diacritics: Ποσειδῶν Low diacritics: Ποσειδών Capitals: ΠΟΣΕΙΔΩΝ
Transliteration A: Poseidō̂n Transliteration B: Poseidōn Transliteration C: Poseidon Beta Code: *poseidw=n

English (LSJ)

(perispom. in Att., Hdn.Gr.2.914), ὁ; gen. Ποσειδῶνος, also Ποσειδῶ Aristias 1; acc. Ποσειδῶ Ar.Lys.1165, IG22.111.67; voc. Πόσειδον S. Fr.371.1 (lyr.), Ar.Ra.664: contr. (first in Hes. Th.732 (s.v.l.)) from Ep. form (also used by Pi.P.4.204, al., and S.Tr.502 (lyr.)) Ποσειδάων [ᾱ], Ποσειδάωνος, acc. Ποσειδάωνα, voc. Ποσείδᾱον Il.14.357, Od.3.55, al.:—Ion. Ποσειδέων, Ποσειδέωνος, Hdt.1.148, al.:—Aeol. Ποσείδαν Alc.26; Lyr. Ποσειδάν Pi.O.1.26, al., B.16.79; also in Crete, SIG56.15 (v B.C.); at Epidaurus, IG42(1).150 (v B.C.); at Lindus, ib. 12(1).809, etc.; and in Arc., SIG306.57 (Tegea, iv B.C.):—Dor. Ποτειδάν (oxyt., Hdn.Gr. 2.916) IG4.210, 219, al. (Corinth), SIG1000.17 (Cos, i B.C.), etc., prob. in Pi.O.13.5,40, Epich.54,115, X.HG3.3.2; also Ποτειδάϝων IG4.211, al. (Corinth), Ποτειδάων GDI5085 (Crete, iii B.C.): also Ποτιδᾶς or Ποτειδᾶς (codd. vary), gen. ᾶ Eup.140, acc. ᾶν Epich.81, dub. in Ar.Ach.798 (Megarian), voc.ᾶ Sophr.131:—Boeot. Ποτειδάων (leg. Ποτῑδάων) Corinn.1, cf. Corinn.Supp.2.26 (BKT5(2)p.31); gen. Ποτιδάωνος ib.76; but dat. Ποτειδάονι IG7.2465 (Thebes):—Arc. Ποσοιδάν ib.5(2).95 (Tegea):—Lacon. Πὁοιδάν ib.5(1).1228, al.:—Aeol.(?) Ποτοίδαν Schwyzer 642 (Pergam., v B.C.):—Poseidon.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
Poséidon, dieu des eaux, mers, fleuves, sources, etc.
Étymologie: DELG Πόσις Δᾶς « maître de la terre ».

Russian (Dvoretsky)

Ποσειδῶν: ῶνος ὁ (acc. Ποσειδῶνα и Ποσειδῶ, voc. Πόσειδον и Ποσείδαον) Посейдон или Посидон (отожд. с римск. Neptunus, сын Крона и Реи, брат Зевса и Плутона, супруг Амфитриты, повелитель морей; его эпитеты у Hom.: γαιήοχος «земледержец», ἐννοσίγαιος и ἐνοσίχθων «землеколебатель», κυανοχαίτης «темнокудрый») Hom. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ποσειδῶν: ὁ· γεν. ῶνος, ὡσαύτως -ῶ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 10. 18· αἰτ. Ποσειδῶ· κλητ. Πόσειδον· ὁ τύπος οὗτος ἐγένετο κατὰ συναίρ. ἐκ τοῦ ἀρχαιοτέρου Ἐπικ. Ποσειδάων [ᾱ], άωνος, αἰτ. άωνα, κλητ. Ποσείδᾱον· τὸν Ἐπικ. τύπον Ποσειδάων, μεταχειρίζεται καὶ ὁ Πίνδ. πολλάκις καὶ ὁ Σοφ. ἐν Τρ. 502 (ἐν λυρ. χωρίοις) ― Ἰων. Ποσειδέων, έωνος, Ἡσ. Θ. 732, Ἡρόδ.· ― Αἰολ. Ποσείδαν Ἀλκαῖ. 26· ― ἀρχ. Δωρ. Ποτῑδᾶν, ᾶνος, Ἐπίχ. 24 Ahr., Πινδ. Ο. 13. 5, 57· ὡσαύτως Ποτῑδᾶς, γεν. ᾶ, Εὔπολις ἐν «Εἵλωσι» 6, αἰτ. ᾶν Ἐπίχ., κλητ. ᾶ Σώφρ., ἴδε Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 10· παρὰ μεταγεν. Δωρ. ἴσως Ποτειδᾶν, Πινδ. Ο. 1. 39, κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 2· γεν. ᾶνος, Πινδ. Π. 4. 245· αἰτ. ᾶνα, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 6. 97· κλητ. ᾶν, ὁ αὐτ. ἐν Π. 6. 51· ναὶ τὸν Ποσειδᾶν Μεγαρ. Δωρ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 798· (ὅθεν τὸ ὄνομα τῆς Δωρικῆς πόλεως Ποτῑδαίας)· ― Βοιωτ. Ποτειδάων ἢ ὀρθότερον Ποτῑδάων, Κόριννα 1. ― Περὶ τῶν Αἰολ. τούτων καὶ Δωρ. τύπων ἴδε Ahrens D. Aeol. σ. 14, 123, D. Dor. 243 κἑξ. Ὁ θεὸς Ποσειδῶν, Λατ. Neptunus, υἱὸς τοῦ Κρόνου καὶ τῆς Ῥέας, ἀδελφὸς τοῦ Διός, θεὸς τῶν ὑδάτων καὶ μάλιστα τῆς θαλάσσης, ἀνὴρ τῆς Ἀμφιτρίτης· πλείονα περὶ αὐτοῦ ἴδε ἐν Λεξικῷ Ἀρχαιολ. Ἀλ. Ρ. Ραγκαβῆ, καὶ Müller Archäol. d. Kunst, § 354 κἑξῆς. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ πόσις, ὃ ἴδε). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 157, 219.

Greek Monolingual

ο / Ποσειδῶν, ΝΜΑ, και Ποσειδώνας Ν, Ποσειδάων και Ποσειδέων και Ποσείδαν και Ποσειδάν και Ποτειδάν και ΠοτειδάFων και Ποτειδάων και Ποτιδᾱς ή Ποτειδᾱς και λακων. τ. Ποhοιδᾱν και αρκαδικός τ. Ποσοιδᾱν, Α
(κατά την ελλ. μυθ.) ο θεός της θάλασσας και του υγρού στοιχείου, γενικότερα, γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Διός και του Πλούτωνος
νεοελλ.
ονομασία ενός από τους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο όγδοος σε απόσταση από τον Ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Θεωνύμιο αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει πολλές μορφές στις διάφορες διαλέκτους. Αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ο δωρ. τ. Ποτειδάων (πρβλ. Μαχάων) ενώ ο κορινθ. τ. ΠοτειδάFων πρέπει να είναι δευτερογενής, πιθ. αναλογικός προς τον αμάρτυρο τ. ΠαιᾱFων (< Παιάν), αφού στη Μυκηναϊκή δεν μαρτυρείται τ. με δίγαμα. Οι μορφές του τύπου Ποτοιδάν / Ποσοιδάν (απ' όπου το λακων. Ποhοιδάν) παραμένουν δυσερμήνευτες. Αντίθετα ο τ. Ποσιδήϊος (πρβλ. Νηληϊος), με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- που μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. posĭdaijo) εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα του Ποτειδάων. Οι τ. Ποτειδᾶς / Ποτιδᾶς, αν δεν προέρχονται από συναίρεση αμάρτυρου τ. Ποτειδᾶσας (> Ποτειδᾱhᾱς > Ποτειδᾶς), θα μπορούσαν να θεωρηθούν τ. της καθομιλουμένης σχηματισμένοι κατά τα παρωνύμια σε -ᾶς. Την υπόθεση αυτή ενισχύει η χρήση του τ. Ποτειδᾶς από τους κωμικούς ποιητές. Οι τ., τέλος, Ποσειδών/ Ποσειδάν είναι προϊόντα συναίρεσης (πρβλ. Ἑρμάων, -άν, -έας, -ῆς), ενώ το -σ- στους τ. αυτούς είναι πιθανότατα προϊόν αναλογικής επίδρασης από τον τ. Ποσιδήϊος. Όσον αφορά στην ετυμολογία του θεωνυμίου, έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις, από τις οποίες η επικρατέστερη είναι ότι πρόκειται για συνθ. «εκ συναρπαγής» από την κλητική προσφώνηση «Ποτει Δᾶς», όπου ο τ. ποτει είναι αμάρτυρος τ. κλητικής της λ. πόσις «κύριος σύζυγος», ενώ ο τ. Δᾶς αρχαϊκό όνομα της γης (πρβλ. δᾶ και Δήμητηρ). Παρ' όλα αυτά, η ύπαρξη της κλητικής ποτει παραμένει αβέβαιη και υποθετική. Έχει προταθεί, τέλος, η παραγωγή του τ. < ποταμός + οἶδμα και < πόντος + δαῆναι (< άχρηστο ενεστ. δάω «ερευνώ, εξετάζω, γνωρίζω»), ενώ κατ' άλλους πρόκειται για πελασγικό δάνειο].

Greek Monotonic

Ποσειδῶν: ὁ, γεν. -ῶνος, αιτ. Ποσειδῶ, κλητ. Πόσειδον· Επικ. Ποσειδάων [ᾱ], -άωνος, αιτ. -άωνα, κλητ. Ποσείδᾱον· Ιων. Ποσειδέων, -έωνος· Δωρ. Ποτῑδᾶν ή Ποτειδᾶν, -ᾶνος, αιτ. -ᾶνα, κλητ. -ᾶν· Ποσειδώνας, Λατ. Neptunus, γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Δία, θεός της θάλασσας, σύζυγος της Αμφιτρίτης, σε Όμηρ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

ῶνος Ruijgh REG 80(1967)6-16 Lampas 1.4 99f
Grammatical information: m.
Meaning: Poseidon (Att.).
Dialectal forms: Myc. Posedao, dat. -ne.
Derivatives: Beside it ep. poet. Ποσειδάων, -άωνος, Ion. -έων, lyr., also Cret., Epid., Arc. a.o. inscr. Ποσειδάν, Arc. also Ποσοιδάν, from where Lac. Ποhοιδάν (on the acc. Hdn. 2, 914 a. 916). With -τ- in Dor. forms from diff. areas: Ποτειδά(Ϝ)ων, -δάν, also (Dor. a. Att. com.) Ποτ(ε)ιδᾶς; further also (Aeol.?) Ποτοιδαν (Pergam. Va). -- From it 1. Ποσειδώνιος (also as PN), -δαώνιος, -δάνιος, Ποτειδάνιος consecrated to P., esp. -ιον n. temple of P. 2. Ποσιδήϊος (ep. Ion. beside Aeol. Ποσειδάων, metr. condit.; Chantraine Gramm. hom. 1, 20), -δεῖος, -δαῖος, -ιον n. id., Myc. Posidaijo, with Ποσιδηϊών, -δεών IA. Monthname. 3. Ποτείδαια f. name of a Corinth. colony on Chalkidike. 4. Ποτιδάϊχος Boeot. PN (Bechtel Dial. 1, 267).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: From ΠοτειδάϜων (like Μαχά-ων, Ἀρετά-ων a.o.; Schwyzer 521) arose through contraction -δῶν, -δάν; beside it -δᾶς; cf. Ἐρμ-άων, -άν, -έας, -ῆς (Kretschmer Glotta 9, 217). The adj. Ποσιδήϊος prob. rather after Όδυσήϊος, Νηλήϊος a.o. than (with Schwyzer 271) from an unatt. *Ποσιδᾶς. The assibilated forms must be generalized from Ποσι- beside older Ποτει-. -- God of the waters (rivers, sources, of the sea). The name is not certainly interpreted. Already by Fick Curt. Stud. 8, 307 explained as univerbation of a voc. *Πότει Δᾶς o Lord (spouse) of Da, i.e. the earth (s. Δήμητηρ), an interpretation, which was accepted by Hoffmann and esp. by Kretschmer several times (e.g. Glotta 1, 27 f., 382f.; 13, 245; 22, 255, Wien. Stud. 24, 523ff.) argued and presented with consent of several scholars (Schulze, v. Wilamowitz [s. Schwyzer 271], Mayrhofer AnzAltWiss. 5 [1952] 59 ff., Schachermeyr Poseidon und die Entstehung des griech. Götterglaubens [Bern 1950] 13 ff., Schwyzer 446 a. 572). Ποσι- was then taken as a younger form of the voc., Ποτοι- sometimes (e.g. Schwyzer l.c.) explained as old ablaut-form (rejected by Kretschmer Glotta 1, 383). -- Rejection or doubt by Bechtel Dial. 1, 64f., Fraenkel Lexis 3, 50 ff., thus by several other scholars, who proposed instead other, certainly not better hypotheses: Ehrlich Betonung 81 ff. (to ποταμός and οἶδμα; by Kretschmer Glotta 6, 294 rejected); Heubeck IF 64, 225 ff. (to πόντος and δαῆναι); Carnoy Les ét. class. 22, 342 (2. member to Skt. dā́nu- drop, dew). Older attempts w. rich lit. in Nilsson Gr. Rel. 1, 445 w. n. 2 a. 3. -- Ruijgh REG 80(1967)6-16 concludes that Pre-Greek origin remains a possibility, which seems to me the most probable conclusion. I would posit a form *patyaitun, with a pronounced (o) after labial, with ai pronounded as (ei) as often, and with u = ω; but I found no confirmation of this reconstruction.

Middle Liddell


Poseidon, Lat. Neptunus, son of Cronos and Rhea, brother of Zeus, god of the sea, husband of Amphitrite, Hom., etc.

Frisk Etymology German

Ποσειδῶν: -ῶνος
{Poseidō̃n}
Grammar: m.
Meaning: Poseidon (att.).
Derivative: Daneben ep. poet. Ποσειδάων, -άωνος, ion. -έων, lyr., auch kret., epid., ark. u.a. Inschr. Ποσειδάν, ark. auch Ποσοιδάν, woraus lak. Ποhοιδάν (zum Akz. Hdn. 2, 914 u. 916). Mit -τ- in dor. Formen aus verschiedenen Gebieten: Ποτειδά(ϝ)ων, -δάν, auch (dor. u. att. Korn.) Ποτ(ε)ιδᾶς; dazu noch (äol.?) Ποτοιδαν (Pergam. Va). Myk. Po-se-da-o, Dat. -ne. — Davon 1. Ποσειδώνιος (auch als PN), -δαώνιος, -δάνιος, Ποτειδάνιος ‘dem P. geweiht’, bes. -ιον n. ‘Tempel des P.’. 2. Ποσιδήϊος (ep. ion. neben äol. Ποσειδάων, metr. bedingt; Chantraine Gramm. hom. 1, 20), -δεῖος, -δαῖος, -ιον n. ib., myk. Po-si-da-i-jo, mit Ποσιδηϊών, -δεών ion. att. Monatsname. 3. Ποτείδαια f. N. einer korinth. Kolonie auf Chalkidike. 4. Ποτιδάϊχος böot. PN (Bechtel Dial. 1, 267).
Etymology: Aus Ποτειδάϝων (wie Μαχάων, Ἀρετάων u.a.; Schwyzer 521) entstand durch Kontraktion -δῶν, -δάν; daneben -δᾶς; vgl. Ἑρμάων, -άν, -έας, -ῆς (Kretschmer Glotta 9, 217). Das Adj. Ποσιδήϊος wohl eher nach Ὀδυσήϊος, Νηλήϊος u.a. als (mit Schwyzer 271) von einem unbel. *Ποσιδᾶς. Die assibilierten Formen müssen aus Ποσι- neben älterem Ποτει- verallgemeinert sein. — Gott der Gewässer (Flüsse, Quellen, des Meeres); der Name ist nicht sicher gedeutet. Schon von Fick Curt. Stud. 8, 307 als Univerbierung aus einem Vok. *Πότει Δᾶς ‘o Herr (Gemahl) der Da, d.h. der Erde’ (s. Δήμητηρ) erklärt, eine Auffassung, die von Hoffmann aufgenommen und namentlich von Kretschmer wiederholt (z.B. Glotta 1, 27 f., 382f.; 13, 245; 22, 255, Wien. Stud. 24, 523ff.) begründet und vertreten wurde unter Zustimmung mehrerer Forscher (Schulze, v. Wilamowitz [s. Schwyzer 271], Mayrhofer AnzAltWiss. 5 [1952] 59 ff., Schachermeyr Poseidon und die Entstehung des griech. Götterglaubens [Bern 1950] 13 ff., Schwyzer 446 u. 572). Dabei wurde Ποσι- als eine jüngere Form des Vok., Ποτοι- bisweilen (z.B. Schwyzer a. O.) als alte Ablautform erklärt (ablehnend Kretschmer Glotta 1, 383). — Ablehnung od. Zweifel bei Bechtel Dial. 1, 64f., Fraenkel Lexis 3, 50 ff., ebenso bei mehreren anderen Forschern, die dafür andere, gewiß nicht bessere Hypothesen vorgetragen haben: Ehrlich Betonung 81 ff. (zu ποταμός und οἶδμα; von Kretschmer Glotta 6, 294 abgelehnt); Heubeck IF 64, 225 ff. (zu πόντος und δαῆναι); Carnoy Les ét. class. 22, 342 (Hinterglied zu aind. dā́nu- Tropfen, Tau); v. Windekens Beitr. z. Namenforsch. 9, 166 u. 11, 253ff. (pelasgisch). Ältere Versuche m. reicher Lit. bei Nilsson Gr. Rel. 1, 445 m. A. 2 u. 3.
Page 2,583-584

Translations

af: Poseidon; als: Poseidon; an: Poseidón; ar: بوسيدون; arz: بوسيدون; ast: Poseidón; as: প'জাইডন; az: Poseydon; bar: Poseidon; be_x_old: Пасэйдон; be: Пасейдон; bg: Посейдон; bn: পসেইডন; br: Poseidon; bs: Posejdon; ca: Posidó; ckb: پۆسێدۆن; co: Puseidonu; cs: Poseidón; cv: Посейдон; cy: Poseidon; da: Poseidon; de: Poseidon; diq: Poseidon; el: Ποσειδώνας; grc: Ποσειδῶν, Ποσειδέων, Ποσειδάων, Ποσείδαν, Ποσοιδάν, Πὁοιδάν, Ποτειδάων, Ποτειδάν, Ποτιδᾶς, Ποτειδᾶς, Ποτειδάϝων; en: Poseidon; eo: Pozidono; es: Poseidón; et: Poseidon; eu: Poseidon; fa: پوزئیدون; fi: Poseidon; fr: Poséidon; fur: Poseidon; ga: Poiséadón; gl: Poseidón; he: פוסידון; hi: पोसाइडन; hr: Posejdon; hu: Poszeidón; hy: Պոսեյդոն; hyw: Փո­սի­տո­ն; id: Poseidon; ie: Poseidon; io: Poseidon; is: Póseidon; it: Poseidone; ja: ポセイドーン; jv: Poseidon; ka: პოსეიდონი; kk: Посейдон; ko: 포세이돈; ku: Posîdon; la: Posidon; lb: Poseidon; lt: Poseidonas; lv: Poseidons; mk: Посејдон; ml: പൊസൈഡൺ; mni: ꯄꯣꯁꯥꯢꯗꯟ; mn: Посейдон; mr: पोसायडन; ms: Poseidon; my: ပိုဆိုက်ဒန်; mzn: پوزئیدون; nds: Poseidon; nl: Poseidon; nn: Poseidon; no: Poseidon; oc: Poseidon; pl: Posejdon; ps: پوسایډون; pt: Posídon; ro: Poseidon; ru: Посейдон; sco: Poseidon; sh: Posejdon; simple: Poseidon; si: පොසෙයිඩන්; sk: Poseidón; sl: Pozejdon; sn: Poseidon; sq: Poseidoni; sr: Посејдон; sv: Poseidon; sw: Poseidoni; ta: பொசைடன்; th: โพไซดอน; tl: Poseidon; tr: Poseidon; tt: Poseydon; uk: Посейдон; ur: پوسائڈن; uz: Poseydon; vep: Poseidon; vi: Poseidon; vls: Poseidon; war: Poseidon; wuu: 波塞冬; zh_min_nan: Poseidon; zh_yue: 波塞冬; zh: 波塞冬