ἱπποσείρης
English (LSJ)
ἱπποσείρου, ὁ, one who leads a horse by the rein, Anacr.75.6.
German (Pape)
[Seite 1261] ὁ, der das Pferd anspannt, s. ἱπποπείρης.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποσείρης: ου ὁ запрягающий коней Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποσείρης: -ου, ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἵππον ἀπὸ τῆς σειρᾶς, ἀπὸ τὸ «καπίστρι», Ἀνακρ. 75. 6.
Greek Monolingual
ἱπποσείρης, ὁ (Α)
αυτός που κατευθύνει ίππο με τη σειρά, με το καπίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + σειρά «καπίστρι»].