ἱπποφορβάς

English (LSJ)

-άδος, fem. of ἱπποφορβεύς.

German (Pape)

[Seite 1262] άδος, ἡ, Pferde ernährend, Schol. Luc. adv. ind. 5.

Greek Monolingual

ἱπποφορβάς, ἡ (Α)
θηλ. του ιπποφορβεύς.