ιπποφορβεύς
From LSJ
οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
Greek Monolingual
ἱπποφορβεύς, -έως, ό, θηλ. ἱπποφορβάς, -άδος (Α)
ιπποφορβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -φορβεύς < φέρβω «τρέφω»].
οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
ἱπποφορβεύς, -έως, ό, θηλ. ἱπποφορβάς, -άδος (Α)
ιπποφορβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -φορβεύς < φέρβω «τρέφω»].