ἱστιοκώπη

German (Pape)

[Seite 1270] ἡ, das Fahren mit Segeln u. Rudern, Poll. 1, 103.

Greek Monolingual

ἱστιοκώπη, ἡ (Α)
ταξίδι με κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + κώπη.