ἱστίον
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
τό (Dim. of ἱστός in form only),
A web, cloth, sheet: hence in plural, hangings, LXX Ex.27.9,15; as a measure, piece, PRyl.70.25 (ii B.C.); but,
II from Hom. downwds., sail, mostly in plural ἱστία, ἕλκον δ' ἱστία λευκὰ.. βοεῦσιν they hauled them up with ox-hide ropes, Od.2.426; τέταθ' ἱστία the sails were spread, 11.11, cf. Pi. N.5.51; ἱστία στέλλεσθαι, μηρύεσθαι, καθελεῖν, to lower or furl sail (v. sub vocc.): λύειν Od.15.496; ἱστίοισι χρᾶσθαι Hdt.4.110; ἄκροισι χρώμενος τοῖς ἱστίοις Ar.Ra.1000: prov., πλήρεσιν ἱ. under full sail, with all one's might, Philostr.VS1.25.5, cf. Suid.: rarely in sg., ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Il.1.481; ἐξίει ἱ. ἀνεμόεν Pi.P.1.92; ἱστίῳ καταπετάσαι τινά Pl.Prm.131b, cf. PMagd.11.7 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1270] τό (eigtl. dim. von ἱστός), das Gewebe, Sp.; bei Hom. immer die Segel, gew. im plur., ἀνὰ δ' ἱστία λευκὰ πέτασσαν Il. 1, 480, aufziehen, vgl. ἐντίθεσθαι, ἀνερύειν; auch ἕλκειν, Od. 2, 426; ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Il. 1, 481; ἱστία μὲν στείλαντο ib. 433, einziehen; τέταθ' ἱστία, die Segel waren angespannt, Od. 11, 11; so auch Pind., ἀνὰ ἱστία τεῖναι N. 5, 51; οὖρος ὑπέστειλε ἱστία I. 2, 40; ἀνεμόεν ἱστίον P. 1, 92; ὥσπερ ἱστίοις ἐμπνεύσομαι τῇδε Eur. Andr. 555; κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε Hel. 1475; ἱστίοις ἄκροις χρῆσθαι Ar. Ran. 998; ἱστίῳ πλήρει πλεῖν Poll. 1, 106; selten in Prosa, ἱστίῳ καταπετάσας πολλοὺς ἀνθρώπους Plat. Parm. 131 b; Plut. Thes. 17 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
voile de vaisseau.
Étymologie: ἱστός.
Russian (Dvoretsky)
ἱστίον: τό [demin. к ἱστός (преимущ. pl.) парус Hom., Trag. etc.: ἐν χρόνῳ μεταβολαὶ ἱστίων погов. Pind. своевременная смена парусов, т. е. изменение образа действий.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστίον: τό, (ὑποκορ. τοῦ ἱστός μόνον κατὰ τύπον), ὕφασμα, σινδών, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΖ’, 9. 15)· - ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἱστίον πλοίου, «πανί», καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἱστία (ἴδε τὸ ῥῆμα ἀναπετάννυμι), ἕλκον δ’ ἱστία λευκὰ... βοεῦσι, ἔσυρον ἐπάνω διὰ δερματίνων σχοινίων τὰ λευκὰ ἱστία, δηλ. «τὰ πανιά», Ὀδ. Β. 426· τέταθ’ ἱστία, ἦσαν τεταμένα, «τεντωμένα», Λ. 11, πρβλ. Πινδ. Ν. 5. 92· ἱστία στέλλεσθαι, μηρύεσθαι, καθελεῖν, (ἴδε τὰς λέξ.)· ὡσαύτως, λύειν Ὀδ. Ο. 496· οὕτω βραδύτερον, ἱστίοισι χρᾶσθαι Ἡρόδ. 4. 110· ἄκροισι χρῆσθαι ἱστίοις Ἀριστοφ. Βάτρ. 1000 (ἴδε ἐν λ. ἄκρος)· πλήρεσιν ἢ ὅλοις ἱστίοις, «μὲ γεμᾶτα πανιά», μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τοῦ ἀνθρώπου, παροιμία παρὰ Σουΐδ.· σπανίως κατ’ ἑνικ., ἐν δ’ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Ἰλ. Α. 481, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 178· ἱστίῳ καταπετάσαι τινά, καλύψαι τινα δι’ ἱστίου, Πλάτ. Παρμ. 131Β· πρβλ. πέπλος ΙΙ. 2.
English (Autenrieth)
(ἱστός): sail. (See cut, from an ancient coin bearing the inscription ΝΙΚΟΜΗΔΙΩΝ. ΔΙΣ. ΝΕΩΚΟΡΩΝ.)
English (Slater)
ἱστίον sail ἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν (P. 1.92) μεταβολαὶ λήξαντος οὔρου ἱστίων (P. 4.293) ἀνὰ δἱστία τεῖνον πρὸς ζυγὸν καρχασίου (N. 5.51) οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν (I. 2.40)
Greek Monotonic
ἱστίον: τό (ἱστός), οποιοδήποτε δίχτυ, ιστίο, πανί· ἱστία στέλλεσθαι, μηρύεσθαι, καθελεῖν, κατεβάζω ή υψώνω πανιά, σε Ομήρ. Οδ.· ἄκροισι χρῆσθαι ἱστίοις, κρατῶ τα πανιά, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἱστίον, ου, τό, ἱστός
any web, a sail, ἱστία στέλλεσθαι, μηρύεσθαι, καθελεῖν to lower or furl sail, Od.; ἄκροισι χρῆσθαι ἱστίοις to keep the sails close-reefed, Ar.
Mantoulidis Etymological
(=πανί πλοίου). Ἀπό τό ἱστός τοῦ ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.