ἴαυος

English (LSJ)

κοίτη, Hsch.; cf. ἰαύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἴαυος: «κοίτη, ἀπὸ τοῦ ἰαύειν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἴαυος (Α) ιαύω
κοίτη, φωλιά.