ἴπωσις

English (LSJ)

[ῑ], εως, ἡ, (ἰπόω) pressing hard, squeezing, especially in reducing dislocations, Hp.Art.47, Heliod. ap. Orib.49.27.5 and 32.7.

German (Pape)

[Seite 1262] ἡ, das Drücken, Pressen, Hippocr.

Greek Monolingual

ἴπωσις, ἡ (Α) ιπώ
(για επαναφορά εξαρθρωμένων μελών) ισχυρή πίεση.