πίεση
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
η / πίεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και πίεξις Α πιέζω
η ενέργεια του πιέζω, σύνθλιψη, σύσφιγξη, σφίξιμο, πάτημα, ζούλημα
νεοελλ.
1. μτφ. α) ώθηση, παρότρυνση
β) εξαναγκασμός («στην κυβέρνηση ασκούνται από παντού ισχυρές πιέσεις»)
2. φυσ. φυσικό μέγεθος που ορίζεται ως το πηλίκον της δύναμης που ασκείται κάθετα σε μια επιφάνεια δια του εμβαδού της επιφάνειας αυτής ή η τάση που αναπτύσσεται σε ορισμένο σημείο περιορισμένου σε κλειστό χώρο ρευστού
3. φρ. α) «ατμοσφαιρική πίεση»
φυσ. το βάρος με το οποίο η γήινη ατμόσφαιρα πιέζει κάθε μονάδα επιφάνειας της Γης και που ισούται με ένα περίπου χιλιόγραμμο ανά τετραγωνικό εκατοστόμετρο
β) «αρτηριακή πίεση»
(φυσιολ.-ιατρ.) η πίεση που ασκείται στο τοίχωμα τών αρτηριών από το αίμα το οποίο κυκλοφορεί στο εσωτερικό τους και που δημιουργείται από τις συστολές της καρδιάς, οι οποίες προωθούν το αίμα στις αρτηρίες, και από την αντίσταση που παρουσιάζουν αυτές στη ροή του
γ) «αεροστατική πίεση» ή «πίεση τών αερίων»
φυσ. η πίεση που ασκείται στα τοιχώματα του δοχείου από το αέριο ή από τα αέρια που περιέχονται στο αντίστοιχο δοχείο
δ) «ενδοφθάλμια πίεση»
φυσιολ. η πίεση που επικρατεί στο εσωτερικό του βολβού του οφθαλμού και που, φυσιολογικά, είναι από 10 έως 20 χιλιοστόμετρα στήλης υδραργύρου
ε) «λιθοστατική πίεση»
φυσ. η αναπτυσσόμενη στο εσωτερικό ενός πετρώματος τάση υπό την επίδραση τών πετρωμάτων που το περιβάλλουν
στ) «πίεση του αίματος»
φυσιολ. η δύναμη που προέρχεται από τη λειτουργία της καρδιάς και ασκείται από το αίμα στα τοιχώματα τών αιμοφόρων αγγείων
ζ) «υδροστατική πίεση»
φυσ. η πίεση ή τάση που ασκείται ομοιόμορφα και προς όλες τις κατευθύνσεις σε κάθε σημείο στο εσωτερικό ενός ρευστού, δηλαδή υγρού ή αερίου, περιορισμένου σε κλειστό χώρο και η οποία αποτελεί την μοναδική δυνατή τάση σε ρευστό που ηρεμεί
η) «φλεβική πίεση»
φυσιολ. η δύναμη που ασκείται στο τοίχωμα τών φλεβών από το αίμα το οποίο βρίσκεται στο εσωτερικό τους, δύναμη που δεν επηρεάζεται από τις συστολές της καρδιάς και είναι λίγο μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική πίεση στις φλέβες οι οποίες βρίσκονται κοντά στην καρδιά.