ἴτηλος
English (LSJ)
η, ον, expld. by Hsch. as ἔμμονος, οὐκ ἐξίτηλος, A.Fr. 42.
German (Pape)
[Seite 1274] soll Aesch. frg. 32 für ἔμμονος gebraucht haben, von VLL. οὐκ ἐξίτηλος erkl., standhaft.
Russian (Dvoretsky)
ἴτηλος: (ῐ) постоянный Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἴτηλος: -η, -ον, ἑρμηνευόμενον παρ᾿ Ἡσυχίῳ ἔμμονος, οὐκ ἐξίτηλος (Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 37).
Greek Monolingual
ἴτηλος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἔμμονος, ούκ ἐξίτηλος» — ανεξίτηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από τη λ. ἐξίτηλος].