ἐξίτηλος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ἐξιέναι)
A going out: hence, losing colour, fading, evanescent, πορφυρίδες ἐξίτηλοι X.Oec.10.3; of paintings, faded, ἐξίτηλος ὑπὸ τοῦ χρόνου Paus.10.38.9, cf. Poll.1.44; γράμματα Id.5.150.
2 metaph., ἐξίτηλος τροφή = food that has lost its properties during assimilation, Hp.Alim.4; so of seed sown in alien soil, Pl.R. 497b; of a drug or wine that has lost its power, Phylarch.10J., Dsc.5.6; ἐξίτηλος γενέσθαι, of a family, to become extinct, Hdt.5.39; οὔπω σφιν ἐ. αἷμα δαιμόνων is not yet extinct, A.Fr.162.4, cf. Pl.Criti.121a; ἐξιτήλου ἐόντος where attenuation takes place, Hp.Praec.9; of acts, extinct, obsolete, τῷ χρόνῳ ἐξίτηλον Hdt.Prooemia, cf. Isoc.5.60,7.47, Plu.2.68b, Max.Tyr.16.2, etc.; τρίχας ἐξίτηλον ποιεῖν eradicate, Dsc.2.76.19.
German (Pape)
[Seite 884] leicht ausgehend, bes. von der Farbe, verschießend, verblassend, πορφυρίδες, von unächten Purpurkleidern, Xen. Oec. 10, 3, im Gegensatz von ἀληθινός; übh. verschwindend, vergänglich, τροφή, nicht kräftige Nahrung, Hippocr.; σπέρμα, der seine Natur u. Kraft verliert, Plat. Rep. VI, 497 b; φάρμακον, Ath.; – ἐξίτηλον γίγνεσθαι, vergehen, verschwinden, γένος Her. 5, 39; ἡ τοῦ θεοῦ μοῖρα ἐξ. ἐγένετο ἐν αὐτοῖς Plat. Critia. 121 a; vgl. Aesch. frg. in Plat. Rep. III, 391 e; ὥστε μηδέπω νῦν ἐξιτήλους εἶναι τὰς συμφοράς, das Unglück ist noch nicht vergessen, Isocr. 5, 60; Sp. ἐξίτηλον ποιεῖν, vernichten, vertilgen, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui s'en va, particul. qui se défraîchit, se ternit, s'efface;
2 qui perd sa force, sa qualité, son efficacité;
3 qui se perd ou s'éteint en parl. d'une race ; p. ext. qui se réduit à rien, nul, sans effet.
Étymologie: ἔξειμι².
Russian (Dvoretsky)
ἐξίτηλος:
1 линяющий, блекнущий, тускнеющий (πορφυρίς Xen.);
2 потерявший силу, утративший всхожесть (σπέρμα Plat.);
3 угасший, вымерший (γένος Her.);
4 иссякший, исчезнувший (αἷμα δαιμόνων Aesch. ap. Plat.): τὸν φόβον τινὸς ἐξίτηλον ποιεῖν Plut. уничтожить страх перед чем-л.;
5 забытый (συμφοραί Isocr.): τῷ χρόνῳ ἐξίτηλον γενέσθαι Her. прийти в забвение с течением времени.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξίτηλος: ῐ, ον, (ἐξιέναι) ὁ ἀποβαλὼν τὸ χρῶμά του, «ξεθωριασμένος», πορφυρίδας ἐξιτήλους Ξεν. Οἰκ. 10. 3· ἐπὶ ζωγραφημάτων, γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοι... ἦσαν ὑπὸ τοῦ χρόνου Παυσ. 10. 38, 9, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 44· γράμματα Πολυδ. Ε΄, 150. 2) μεταφ., ἐξ. τροφή, τροφὴ ἀπολέσασα τὴν θρεπτικὴν αὐτῆς δύναμιν, Ἱππ. 380, 46· οὕτω καὶ ἐπὶ σπέρματος σπαρέντος εἰς ἀλλοτρίαν γῆν, Πλάτ. Πολ. 497Β· ἐπὶ οἴνου ἀπολέσαντος τὴν δύναμιν αὐτοῦ, «’ξεθυμασμένος», Διοσκ. 5. 13· ἐξ. γενέσθαι, ἐπὶ οἰκογενείας, μὴ ὑπάρχειν πλέον, ἐκλιπεῖν, Ἡρόδ. 5. 39· κοὔπω σφιν ἐξίτηλον αἷμα δαιμόνων, οὔπω ἐξέλιπεν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155, πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 121Α· ἐξ. εἶναι, ἐπὶ προσώπου, ἐκπίπτειν, Ἱππ. 28. 5· ἐπὶ πράξεων, «λησμονημένος», τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα Ἡρόδ. 1. 1, πρβλ. Ἰσοκρ. 94Β· ἐξ. ποιεῖν, ἐξαλείφειν, καταστρέφειν, Διοσκ. 2. 94. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξίτηλον· ἐξῶλες, ἀμαυρόν. ἢ τὸ ἀπολλύμενον· παρὰ τὸ ἐξιέναι, ὅ ἐστιν ἐξελθεῖν. ἢ ἀνόητον. ἐξίτηλος· ὁ ὑπερήφανος, βλάξ. διεφθαρμένος».
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐξίτηλος, -ον)
αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.)
αρχ.-μσν.
1. εξασθενημένος, αδύνατος
2. ματαιόδοξος, υπερήφανος
3. μάταιος, ανώφελος, ανόητος
4. λιπόψυχος
αρχ.
1. χαλασμένος, αλλοιωμένος («εξίτηλος τροφή», Ιπποκρ.)
2. (για κρασί) ξεθυμασμένος
3. αυτός που εξαφανίστηκε («γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον», Ηρόδ.)
4. φρ. «ἐξίτηλος γίγνομαι, εἰμί, καθίσταμαι»
α) (για πράξη) λησμονούμαι («ὥστε μηδέπω νῦν ἐξιτήλους εἶναι τὰς συμφοράς», Ισοκρ.)
β) (για πρόσ.) ξεπέφτω («ἐξιτήλου ἐόντος», Ιπποκρ.)
γ) «ἐξίτηλον ποιῶ τι» — εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐξίτηλον ἐποίει τὴν παρρησίαν και ἄχρηστον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξιτός (< έξειμι «εξέρχομαι») με παρέκταση -ηλ- κατά τα νοσηλός, απατηλός].
Greek Monotonic
ἐξίτηλος: [ῐ], -ον (ἐξιέναι), αυτός που σβήνει, που χάνει το χρώμα του, που ξεθωριάζει, εφήμερος, σε Ξεν.· μεταφ., ἐξ. γενέσθαι, λέγεται για οικογένεια, εκλείπω, παύω να υπάρχω, εξαφανίζομαι, σε Ηρόδ.· λέγεται για πράξη, λησμονημένος, ξεχασμένος, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐξῐ́τηλος, ον ἐξιέναι
going out, losing colour, fading, evanescent, Xen.:—metaph., ἐξ. γενέσθαι, of a family, to become extinct, Hdt.; of things, lost to memory, forgotten, Hdt.
Mantoulidis Etymological
(=ξεθωριασμένος). Ἀπό τό ἐξιέναι τοῦ ἔξειμι. (ἐκ + εἶμι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα εἶμι.