ἴυρκες

English (LSJ)

αἶγες ἀγρίαι, ὑστριχίδες, Hsch. ἰυχμός, ὁ,= ἰυγμός, Id. ιφειομαχω,= ario, Glossaria (dub., fort. κριομαχῶ,= arieto).

Greek (Liddell-Scott)

ἴυρκες: «αἶγες ἄγριαι. ὑστριχίδες» Ἡσύχ.