ἰυγμός

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰυγμός Medium diacritics: ἰυγμός Low diacritics: ιυγμός Capitals: ΙΥΓΜΟΣ
Transliteration A: iugmós Transliteration B: iugmos Transliteration C: iygmos Beta Code: i)ugmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἰύζω) shout of joy, Il.18.572; also, a cry of pain, shriek, A.Ch.26 (lyr.), E.Heracl.126. [ῑ in Il.; ῐ in Trag.]

German (Pape)

[Seite 1275] ὁ, das Geschrei; Jubelgeschrei, Jauchzen, Il. 18, 572; Wehgeschrei, Klage, ἰυγμοῖσι βόσκεται κέαρ Aesch. Ch. 26, τί δῆτ' ἰυγμῶν ἥδ' ἐδεῖτο συμφορά Eur. Heracl. 127. [Ι bei Hom. lang.]

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 cri;
2 gémissement, cri plaintif.
Étymologie: ἰύζω.

Russian (Dvoretsky)

ἰυγμός: (ῑ Hom., ῐ Aesch., Eur.) ὁ
1 крик(и), возглас(ы) (μολπῇ τ᾽ ἰυγμῷ Hom.);
2 вопль, жалоба: ἰυγμοῖσι βόσκεται κέαρ Aesch. сердце полно скорби (досл. питается воплями).

Greek (Liddell-Scott)

ἰυγμός: ὁ, (ἰύζω) βοή, κραυγὴ χαρᾶς, Ἰλ. Σ. 572· ὡσαύτως, κραυγὴ ὀδύνης, Αἰσχύλ. Χο. 26, Εὐρ. Ἡρακλ. 126· πρβλ. ἰυγή. ῑ ἐν Ἰλ.· ῐ παρὰ Τραγ.

Greek Monolingual

ἰυγμός, ὁ (Α) ιύζω
1. βοή, κραυγή χαράς
2. κραυγή οδύνης.

Greek Monotonic

ἰυγμός: ὁ (ἰύζω
I. βοή, κραυγή χαράς, σε Ομήρ. Ιλ.
II. κραυγή πόνου, στριγγλιά, ουρλιαχτό, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

ἰυγμός, ἰύζω
I. a shouting, shout of joy, Il.
II. a cry of pain, shriek, Aesch., Eur.