ἴχνιππος

English (LSJ)

ὅπου οἱ λίθοι τρίβονται, ἀκόνη, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἴχνιππος: «ὅπου οἱ λίθοι τρίβονται. ἀκόνη» Ἡσύχ.