ἀκόνη
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A whetstone, hone, λιθίνη Chilo 1, Hermipp.46, etc.
2 metaph., δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾶς ἐπὶ γλώσσᾳ I feel the shrill note of a whetstone on my tongue, i.e. I am roused to song, Pi.O.6.82; of persons, e.g. a trainer, ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν Ναξίαν ἀκόναν Pi.I.6(5).73; of Ἔρως, AP12.18 (Alph.), cf. Plu.2.838e.
3 part of tragus of ear, Poll.2.86. (Cf.Skt. áśan- 'stone'.)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. ἀκόνα
• Prosodia: [ᾰ-]
1 piedra de afilar Lobo SHell.523.1, Hermipp.47.5, BGU 544.2 en BL 1.513, OClaud.137.8 (ambos II d.C.), ἀ. μεγάλη Ὑμηττία IG 22.1631.230 (IV a.C.)
•fig. δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας siento en mi lengua una sonora piedra de afilar PO.6.82, del amor ἀ. ψυχῆς piedra de afilar del alma, AP 12.18 (Alph.), de un entrenador ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν ... ἀκόναν Pi.I.6.73
•c. sent. obsc. φαλῆς Νουμηνίου{ς} ἀκόνη SEG 30.925 (III/II a.C.).
2 piedra de ensayo del oro o la plata, piedra de toque αἱ ἀκόναι τοῦ μολίβδου piedras de grafito Arist.Fr.212.
3 piedra pómez ἀ. καλάμων AP 6.64 (Paul.Sil.).
4 mortero ἐπ' ἀκόνης τρίβων Hp.Acut.(Sp.) 66, Dsc.1.98.
5 piedra de pulir usada por el lapidario, Gr.Nyss.Hom. in Cant.411.2.
• Etimología: Deriv. de *ak-/*ok-; v. otros deriv. en ἀκή, ἄκμων, etc.
German (Pape)
[Seite 77] ἡ, Wetz-Schleifstein, Ναξία Pind. I. 5, 70; oft Plut.; auch Bimstein, σκληρῶν ἀκ. καλάμων P. Sil. 50 (VI, 64); übertr. δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ ἀκόνας λιγυρᾶς Pind. O. 6, 82; die zum hellen Gesange geschärfte Zunge; so ψυχῆς ἀκ. ἔρως ἐστίν Alph. 1 (XII, 18); ἀκόνην σιτίζειν, sprichw. Zenob. 1, 58; Diog. 2, 8.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 pierre à aiguiser, queux;
2 morceau de pierre, de plomb.
Étymologie: R. Ἀκ être aigu.
Russian (Dvoretsky)
ἀκόνη: (ᾰ) ἡ
1 точильный камень, оселок Pind., Anth.: αἱ ἀκόναι αὐταὶ τεμεῖν οὐ δύνανται погов. Plut. оселки сами по себе резать не могут, т. е. теоретическое знание не может заменить практического опыта;
2 пемза Anth.;
3 слиток (ἀκόναι μολίβδου Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόνη: [ᾱ], ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἀκή Ι) πέτρα πρὸς ἀκόνησιν, ἀκόνη καὶ παρ’ ἡμῖν, Λατ. cos, λιθίνη, Χείλ. 1, Ἕρμιπ. ἐν «Μοίραις» 1, κτλ., ἀκ. Ναξία, (αἱ ἄρισται ἀκόναι ἐξήγοντο ἐν Νάξῳ), Πινδ. Ι. 6. (5) ἐν τέλ. 2) μεταφ., δόξαν ἔχω τιν’ ἐπὶ γλώσσᾳ ἀκόνας λιγυρᾶς, δοκεῖ μοι εἶναι ἐπὶ γλώσσῃ, ὅ ἐ. παροξύνομαι πρὸς τὸ λέγειν, Πινδ. Ο. 6.141· ἰδίως ἐπὶ προσώπων, ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου fungar vice cotis, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 12. 18, πρβλ. Πλούτ. 2. 838Ε, Γρηγ. Ναζ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ὠριγένης.
Greek Monolingual
η (Α ἀκόνη)
εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ακονιστούν μαχαίρια, ψαλίδια κ.ά. κοφτερά εργαλεία, δηλαδή για να ξαναγίνει η κόψη τους κοφτερή
αρχ.
μεταφορικές χρήσεις
«δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾱς ἐπὶ γλώσσᾳ», παρακινούμαι να λέω (Πίνδ. Ολ. 6, 82) (πρβλ. το νεοελλ. «ακονίζω τη γλώσσα μου» και «έχει γλώσσα ακόνι»)
«ξυρὸς εἰς ἀκόνην», αποδίδεται σε αυτούς που πετυχαίνουν ό,τι θέλουν (Διογενιαν. 6, 91)
«ἀκόνην σιτίζεις», αποδίδεται σ’ αυτούς που τρώνε πολύ αλλά δεν παχαίνουν (Ζηνόβ. 1, 58).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη ως τεχνικός αρχικά όρος σχηματίστηκε με τη χαρακτηριστική κατάλ. -όνη, με την οποία παράγονται κανονικά λέξεις που δηλώνουν όργανα, εργαλεία (πρβλ. αγχόνη, βελόνη, περόνη, σφενδόνη κ.λπ.). Ετυμολογικά η λ. ἀκόνη συνδέεται με την ΙΕ ρίζα ακ- «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός», από όπου και τα ἄκρος, ἀκμή, ἄκων κ.ά. Στη Ν. Ελληνική επικράτησε ως κανονικός τ. δηλώσεως του εργαλείου αυτού ο υποκορ. τ. της λέξεως ἀκόνη, δηλ. ο τ. ακόνι (< ἀκόνιον) (πρβλ. και παιδίον > παιδί αντί παῖς, νησίον > νησί αντί νῆσος, κλαδίον > κλαδί αντί κλάδος κ.τ.ό.).
ΠΑΡ. ακονώ αρχ. ἀκονίας
αρχ.-μσν.
ἀκόνιον. Βλ. και λήμμα ακ-].
Greek Monotonic
ἀκόνη: [ᾰ], ἡ (ἀκή I), πέτρα ακονίσματος, ακόνη, ακονόπετρα, σε Πίνδ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: whetstone (Pi.).
Derivatives: ἀκόνιον name of a medicine for the eye (Dsc.), ἀκονίας fish name (Numen. ap. Ath. 17, 326a).
Origin: IE [Indo-European] [18] *h₂eḱ-
Etymology: Formation in -όνη like περόνη, βελόνη etc. (Chantr. Form. 207) with ἀκ- as in ἀκή, ἀκμή etc. For the n-Suffix cf. ἄκων.
English (Slater)
ᾰκόνα whetstone φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν i. e. Lampon, who trained his sons (I. 6.73) met. δόξαν ἔχω τινἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας (Bergk: ἀκόνας λιγυρᾶς codd.: sens. dub., a reputation for clear sounding whetting of the praises of men? ) (O. 6.82)
Middle Liddell
[ἀκή I]
a whetstone, hone, Pind., etc.
Frisk Etymology German
ἀκόνη: {akónē}
Meaning: Wetzstein (Pi., alte Kom. u. a.).
Derivative: Davon das Verb ἀκονάω wetzen, schärfen (ion. att.) mit den nominalen Ableitungen ἀκόνησις (H., Suid.), ἀκονητής (Ed. Diocl., Hdn.); ferner die Nomina ἀκόνιον Name eines Augenheilmittels (Dsk.), ἀκονίας Fischname (Numen. ap. Ath. 17, 326a).
Etymology: Bildung auf -όνη wie περόνη, βελόνη usw. (Chantraine Formation 207) von ἀκ- in ἄκαινα, ἀκμή usw. Zum n-Suffix vgl. ἄκων.
Page 1,55
Mantoulidis Etymological
(=πέτρα πρός ἀκόνηση). Ἀπό τή λέξη ἀκή. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη ἀκμή. Ἀπό τή λέξη ἀκόνη οἱ λέξεις: ἀκονῶ, ἀκόνησις, ἀκονητής.
Translations
whetstone
Albanian: grihë, gashtë; Arabic: مِسَنّ, مِجْلَخَة, مِشْحَذ; Armenian: հեսան; Belarusian: асялок; Bulgarian: точило, брус; Catalan: pedra esmoladora, pedra d'esmolar; Chinese Mandarin: 磨刀石, 磨石; Crimean Tatar: bilev; Czech: brousek; Danish: slibesten; Dutch: slijpsteen; Esperanto: akrigilo; Finnish: hiomakivi, kovasin; French: pierre à aiguiser, aiguisoir; Galician: moa, pedra de afiar; German: Schleifstein, Wetzstein, Abziehstein; Greek: ακόνι; Ancient Greek: ἀκόνη, ἀκόνα, θήγανον, θηγάνη; Gurani: ھەسان; Hebrew: אבן השאה, אבן משחזת; Hungarian: köszörűkő, fenőkő, kaszakő; Ido: akutigilo; Italian: cote; Japanese: 砥石, 磨石; Khmer: ថ្មសំលៀងកាំបិត; Kikuyu: inooro Korean: 숫돌; Kurdish Central Kurdish: ھەسان; Northern Kurdish: hesan; Southern Kurdish: ھەسان; Ladin: chëut; Latgalian: streičs; Latin: cos; Latvian: galoda, tecīla; Lithuanian: galąstuvas, pustyklė, tekėlas; Luxembourgish: Schläifsteen; Maori: tūāhōanga, hōanga; Middle English: wheston; Narom: affileuse; Old English: hwetstān; Persian: افسان, فسان, سان; Plautdietsch: Watsteen, Schliepsteen; Polish: osełka; Portuguese: mó; Romani Balkan Romani: asan, tros, beledǐn; Romanian: gresie, cute; Russian: оселок, брус, точильный камень, точило; Scots: whatstane; Serbo-Croatian: brus, брус; Sorbian Lower Sorbian: brus; Spanish: muela, piedra de afilar, piedra de amolar; Swahili: suguo; Swedish: brynsten, bryne, hen, slipsten; Tagalog: bugaan, kamanga; Thai: หินลับมีด; Turkish: bileği taşı; Ukrainian: брус, осла; Vietnamese: đá mài; Welsh: agalen