ἴψαο

English (LSJ)

v. ἴπτομαι.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. ao. Moy. de ἴπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἴψαο: эп. 2 л. sing. aor. к ἴπτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἴψαο: ἴδε τὸ ῥῆμα ἴπτομαι.

English (Autenrieth)

see ἴπτομαι.

Greek Monotonic

ἴψαο: Επικ. βʹ ενικ. αορ. αʹ του ἴπτομαι.