ἴω

English (LSJ)

subj. of εἶμι (ibo). ἰῶ, contr. for ἰάου, imper. of ἰάομαι.

German (Pape)

[Seite 1277] s. εἶμι.

French (Bailly abrégé)

ἴῃς, ἴῃ, etc.
sbj. prés. de εἶμι.

Russian (Dvoretsky)

ἴω: 1 л. sing. conjct. к εἶμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἴω: ὑποτακτ. τοῦ εἶμι.

Greek Monotonic

ἴω: υποτ. του εἶμι (ibo).