ἰάομαι
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
imper. ἰῶ (v. infr.), Ion. inf.
A ἰᾶσθαι Hp.Loc.Hom.24 (ἰῆσθαι v.l. in Id.Morb.Sacr.13), Cypr. ἰjᾶσθαι Inscr.Cypr.135.3H.: fut. ἰάσομαι E.HF1107, Aeschin.3.69; Ion. and Ep. ἰήσομαι Od.9.525, Archil. 13, (ἐξ-) Hp.Morb.1.6: aor. ἰασάμην E.Fr.1072, Pl.Phd.89a; Ion. ἰησάμην Il.5.899, Hp.Int.2:—Pass.(v. infr.). [ῑ- in Hom., etc.; also ῐ, E.Hipp.597]:—heal, cure, in pres. and impf., attempt to cure, treat, of persons or bodies, etc., τινα Il.12.2, Hdt.3.134, etc.; τοὺς κάμνοντας Pl.Plt.299a, cf. 293b; ὀφθαλμόν Od.9.525; τὸ σῶμα S.Tr.1210: abs., Od.9.520, Il.5.899: prov., ὁ τρώσας ἰάσεται Mantiss.Prov.2.28.
2 cure, treat, of diseases, νόσους Pi.P.3.46, cf. E.Hipp.597, Pl.Prt.340e, Chrm.156b, etc.; σμύρνῃσι ἰ. τὰ ἕλκεα Hdt.7.181: metaph., remedy, δύσγνοιαν ἰᾶσθαι, ἀδικίαν ἰᾶσθαι = remedy an injustice, E.HF1107, Or.650; ἀτυχίας Isoc.6.101; δωροδόκημα Aeschin.3.69; ἀσάφειαν Arr.Tact.1.3: prov., μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ, i.e. do not make bad worse, Hdt.3.53, cf. Th.5.65; μὴ κακοῖς ἰῶ κακά A.Fr.349; κακοῖς ὅταν θέλωσιν ἰᾶσθαι κακά S.Fr.77: abs., οὔτε τι γὰρ κλαίων ἰήσομαι Archil.13.
3 cure the effects of, counteract, ἄκρατος ἰ. τὸ κώνειον Plu.2.653a.
4 repair, τὸ βλαβέν Pl.Lg.933e; τὴν φύσιν τὴν ἀνθρωπίνην Id.Smp.191d; θυσιαστήριον LXX 3 Ki.18.32; δίκελλαν Lib.Decl.27.3.
II Act. only aor.1 ἰάσαμεν Gal.10.453; part. ἰάσαντες Sch.E.Hec.1236: aor. ἰάθην is always Pass., be healed, recover, And.2.9, AP6.330 (Aeschin.), IG4.951.113(Epid.), etc.; ἀπὸ τῶν νόσων Ev.Luc.6.17; Ion. ἰήθην Hp.Mul.1.3, Int.1: fut. ἰαθήσομαι Luc.Asin.14, Gp.12.25.3, Gal.10.377; ἰάσομαι Aristid.2.317 J.: pf. ἴαμαι Ev.Marc.5.29.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
impf. ἰώμην, f. ἰάσομαι, ao. ἰασάμην, pf. ἴαμαι;
Pass. f. ἰαθήσομαι, ao. ἰάθην, pf. ἴαμαι;
1 soigner, guérir, acc.;
2 Pass. être guéri, délivré d'un mal.
Étymologie: DELG pas d'étym. sûre.
German (Pape)
fut. ἰάσομαι, ion. und ep. ἰήσομαι, dep. med., heilen; ἰᾶτ' Εὐρύπυλον βεβλημένον Il. 12.2; τὸν – εὖ ἰησάμενοι Od. 19.459; ὀφθαλμόν 9.525; absolut, 520; νόσους ἰᾶσθαι Pind. P. 3.46; μὴ κακοῖς ἰῶ κακά Aeschyl. frg. B.A. 48, was sprichwörtlich geworden, vgl. Soph. frg. 98, Her. 3.53, Thuc. 5.65; πῶς σῶμ' ἂν ἰῴμην τὸ σόν Soph. Tr. 1200; νόσον Eur. Hipp. 597; δύσγνοιαν Herc.Fur. 1107, wie ἀδικίαν, gut machen, Or. 649; vgl. Archil. 53; νόσον ἀρχαίαν Ar. Vesp. 651; in Prosa, ὥς μιν ἰώμενος ὑγιέα ἀπέδεξε Her. 3.134; τὰ ἕλκεα 7.181; ἰώμενος μεῖζον τὸ νόσημα ποιῶ Plat. Prot. 341c; τοὺς ὀφθαλμούς Charm. 156b; τοὺς κάμνοντας Polit. 299a; τὸ βλαβέν Legg. XI.933e; τὴν φύσιν ἀνθρωπίνην Symp. 191d; übertragen, σφαγὰς καὶ ἀνομίας ἰάσασθαι Isocr. 4.114; ὀρθῶς ἰασόμενοι τὸ Δημοσθένους δωροδόκημα Aesch. 3.69; ἰᾶσθαι δὲ ῥᾷστόν ἐστι παντὸς τὰς πρώτας ἐπιβολάς Pol. 3.7.7. – Den aor. pass. ἰαθῆναι hat Andoc. 2.9; Plat. Symp. 189d; ἰαθήσομαι, Matth. 8.8; auch ἴαται perf., Marc. ev. 5.29.
[In der Anth. findet sich ι auch kurz gebraucht, wie Eur. Hipp. 592, s. die abgeleiteten Wörter.]
Russian (Dvoretsky)
ἰάομαι: (ῑ, ῐ у Eur. Hipp. 597; fut. ἰάσομαι с ᾱσ - ион. ἰήσομαι, aor. ἰᾱσάμην - ион. ἰησάμην, pf. ἴᾱμαι; pass.: aor. ἰάθην, fut. ἰᾱθήσομαι, pf. ἴᾱμαι)
1 лечить (τινα βεβλημένον Hom.; νόσους Pind.; ἕλκεα Her.; τοὺς κάμνοντας Plat.; τὸ σῶμα Soph.; Μούσαις τὸν ἔρωτα Plut.);
2 исцелять, оздоровлять (τὴν φύσιν ἀνθρωπίνην Plat.; τινα ἀπὸ τῆς μάστιγος NT); pass. выздоравливать (βραδέως ἰαθῆναι Arst.);
3 исправлять, искупать, возмещать, заглаживать (τὸ βλαβέν Plat.; δύσγνοιαν, ἀδικίαν Eur.; σφαγὰς καὶ ἀνομίας Isocr.): μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ погов. Her., Thuc. не исправляй беду бедою, т. е. не ухудшай того, что и так плохо.
Greek (Liddell-Scott)
ἰάομαι: προστ. ἰῶ, ἴδε κατωτ., Ἰων. ἀπαρ. ἰῆσθαι Ἱππ. 308. 38: μέλλ. ἰάσομαι, Εὐρ., κλ.· Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἰήσομαι, Ὀδ., Ἱππ.: ἀόρ. ἰασάμην, Εὐρ., Πλάτ.· Ἰων. ἰησάμην, Ἰλ., κτλ.· - περὶ τοῦ Παθ. ἴδε κατωτ.· - ῑᾱ- παρ’ Ὁμ. κτλ.· βραδύτερον καὶ ῐ, Εὐρ. Ἱππ. 597, Ἀνθ.. (Ἡ ῥίζα ἀμφίβολος). Ἰατρεύω, θεραπεύω τινὰ Ἰλ. Ν. 2· ὀφθαλμὸν Ὀδ. Ι. 525· ἀπολ., αὐτόθι 520, Ἰλ. Ε. 899· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 3. 134, κτλ.· ἰᾶσθαι τοὺς κάμνοντας Πλάτ. Πολιτικ. 299Α· τὸ σῶμα Σοφ. Τρ. 1210· τὸ σῶμα τῶν παθῶν, θεραπεύειν αὐτὸ ἐκ τῶν παθῶν, Κλήμ. Ἀλ. 559. 2) νόσους ἰᾶσθαι, κυρίως ἐπὶ ἰατρῶν, Πινδ. Π. 3. 81, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 597, κτλ., Πλάτ. Πρωτ. 340Ε· σμύρνῃσι ἰ. τὰ ἕλκεα Ἡρόδ. 7. 181· - μεταφ., δύσγνοιαν, ἀδικίαν ἰᾶσθαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1107, Ὀρ. 649, πρβλ. Ἰσοκρ. 136Ε, Αἰσχίν. 63. 31· ἰ. δίκελλαν, ἐπισκευάζειν, Λιβάν. 4. 613· παροιμ., μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ, δηλ. μὴ ποίει τὸ κακὸν χειρότερον, Ἡρόδ. 3. 53, πρβλ. Θουκ. 5. 65· μὴ κακοῖς ἰῶ κακὰ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 417· κακοῖς ὅταν θέλωσιν ἰᾶσθαι κακὰ Σοφ. Ἀποσπ. 98. 3) θεραπεύω τὰ ἀποτελέσματα δηλητηρίου, ἐνεργῶ ὡς ἀντιφάρμακον, ἄκρατος ἰ. τὸ κώνειον Πλούτ. 2. 653Α. ΙΙ. μέλλ. καὶ ἀόρ. ἐνεργ. ἀπαντῶσι παρὰ μεταγεν., ἰάσουσα, Νικήτ. Εὐγ. 3. 148, ἰάσαμεν, Γαλην.· - ὁ ἀόρ. ἰάθην εἶναι ἀείποτε Παθ., ἐθεραπεύθην, «ἀνέλαβα», Ἀνδοκ. 20. 46, Ἀνθολ. Π. 6. 330, Γαλην., Καιν. Δ.· Ἰων. ἰήθην, Ἱππ. 532. 42· οὕτω μέλλ. ἰαθήσομαι, Λουκ. Ὄν. 14, Γεωπ.· ἰάσομαι, Ἀριστείδ. 2. 317: πρκμ. ἴᾱμαι, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 29.
English (Slater)
ῑάομαι heal καί ῥά μιν πόρε Κενταύρῳ διδάξαι πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους (P. 3.46)
Spanish
English (Strong)
middle voice of apparently a primary verb; to cure (literally or figuratively): heal, make whole.
English (Thayer)
ἰαωμαι; (perhaps from ἰός, Lob. Technol., p. 157f; cf. Vanicek, p. 87); a deponent verb, whose present, imperfect ἰωμην, future ἰάσομαι, and 1st aorist middle ἰασάμην have an active significance, but whose perfect passive ἴαμαι, 1st aorist passive ἰάθην, and 1future passive ἰαθήσομαι have a passive significance (cf. Krüger, § 40, under the word; (Veitch, under the word; Buttmann, 52 (46); Winer's Grammar, § 38,7c.)); (from Homer down); the Sept. for רָפָא; to heal, cure: τινα, R L brackets; T WH omit; Tr brackets the accusative), Tdf. ἀσθενῶν); and τινα ἀπό τίνος, to cure (i. e. by curing to free) one of (literally, from; cf. Buttmann, 322 (277)) a disease: passive, to make whole i. e. to free from errors and sins, to bring about (one's) salvation: Hebrews 12:13.
Greek Monotonic
ἰάομαι: προστ. ἰῶ, μέλ. ἰάσομαι [ᾱ], Ιων. ἰήσομαι, αόρ. αʹ ἰᾱσάμην, Ιων. ἰησάμην — Παθ., βλ. κατωτ. (ῑᾱ, σε Όμηρ. κ.λπ.· έπειτα επίσης ῐ)·
I. θεραπεύω, γιατρεύω, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., ἀδικίαν ἰᾶσθαι, σε Ευρ.· παροιμ., μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ, δηλ. μην κάνεις το κακό χειρότερο, σε Ηρόδ.
II. αόρ. αʹ ἰάθην [ᾱ] πάντοτε Παθ., γιατρεύομαι, ανανήφω, επανακάμπτω, σε Ανδοκ., Κ.Δ.· ομοίως, παρακ. ἴᾱμαι, σε Καινή Διαθήκη
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: heal.
Other forms: Aor. ἰάσασθαι, Ion. ἰήσασθαι (Il.), pass. ἰάθην, ἰήθην (IA), fut. ἰάσομαι, ἰήσομαι (Od.), perf. ἴαμαι (Ev. Marc. 5, 29),
Dialectal forms: Myc. ijate
Compounds: rarely with prefix (ἐξ-, ἐπ-),
Derivatives: 1. ἴαμα, ἴημα (Ion. forms not esp. noted) n. medicine, healing (IA) with ἰαματικός (Cyran.); 2. ἴασις healing (IA) with ἰάσιμος curable (Arbenz Die Adj. auf -ιμος 71f.), prob. also ἰασιώνη plant-name, Convolvulus sepium (?) (Thphr., Plin.); Strömberg Pflanzennamen 81 because of the medical (though unknown) use; 3. Ίασώ f. name of a healing goddess (Ar., Herod.), from ἴασις or from the aor., cf. Καλυψώ. 4. ἰατήρ physician (Il., Cypr., with ἰήτειρα adj. f. healing (Marc. Sid.), ἰατήριονmedicine, healing' (medic., Q. S.); 5. ἰάτωρ id. (Alcm., Thess. inscr.) with ἰατορία medical art (B., S. in lyr.); 6. ἰατής id. (LXX) with ἰατικός (Str.) 7. usu.. ἰατρός id. (Il.), with ἰατρικός, ἡ ἰατρική (τέχνη) art of healing (IA), ἰάτρια f. midwife (Alex.), ἰατρίνη id. (Rom. empire, cf. Schulze Kl. Schr. 428 m. n. 3), ἰατρεύω heal (Hp.) with ἰατρεία, -εῖον, ἰάτρευσις, -ευμα, -ευτικός; 8. ἴατρα n. pl. payment for healing (Epidauros, Herod.). More on ἰατήρ, ἰάτωρ, ἰατρός in Fraenkel Nom. ag. (s. index); on the diff. ἰατήρ : ἰάτωρ Benveniste Noms d'agent 46, also Schwyzer 531. - Here Ἰάσων? (s.v.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Compared with ἰαίνω, Brugmann Grundr. 21, 1086 (= 22 : 3, 199) proposes: ἰῶμαι < *isā-i̯o-mai beside ἰαίνω = Skt. iṣaṇ-yá-ti like δρῶ < *drā-i̯ō beside δραίνω (but δραίνω is rather an innovation, s. on δράω. Schwyzer 681 a. 683 explains ἰάομαι as thematic tansformation of an athematic *ἴα-μαι (in Ία-μενόν Μ 139, 193 and in Cypr. ἰϳασθαι?); but such a form can hardly be IE. Diff. Wißmann Nom. postv. 1, 127 n. 1: ἰάομαι deverbative. - Doubts on the connection with ἰαίνω in Schulze Q. 381f.; wrong Ehrlich Betonung 136 (to Lat. sānus) and Theander Eranos 20, 33 (from ἰά). On the quantity of the ἰ- (in Hom. ι-, later also ι-) Schulze l. c., Sommer Lautstud. 9f. See N. van Brock, Vocab. médic. 9ff. Laryngalbetrachtungen bei Sturtevant Lang. 16, 86f.
Middle Liddell
[Pass., v. infr. [ῑᾱ Hom., etc.; later also ι]]
I. to heal, cure, Hom., etc.:— metaph., ἀδικίαν ἰᾶσθαι Eur.: proverb., μὴ τῶι κακῶι τὸ κακὸν ἰῶ, i. e. do not make bad worse, Hdt.
II. the aor1 ἰάθην [ᾱ] is always pass., to be healed, to recover, Andoc., NTest.; so perf. ἴᾱμαι NTest.
English (Autenrieth)
ipf. ἶᾶτο, fut. ἶήσεται, aor. ἶηοάμην: heal, cure, Il. 12.2, Od. 9.525.
Frisk Etymology German
ἰάομαι: {iáomai}
Forms: Aor. ἰάσασθαι, ion. ἰήσασθαι (seit Il.), Pass. ἰάθην, ἰήθην (ion. att.), Fut. ἰάσομαι, ἰήσομαι (seit Od.), Perf. ἴαμαι (Ev. Mark. 5, 29),
Grammar: v.
Meaning: heilen.
Composita : vereinzelt mit Präfix (ἐξ-, ἐπ-),
Derivative: Zahlreiche Ableitungen: 1. ἴαμα, ἴημα (die ion. Formen werden nicht weiter besonders notiert) n. Heilmittel, Heilung (ion. att.) mit ἰαματικός (Kyran.); 2. ἴασις das Heilen, die Heilung (ion. att.) mit ἰάσιμος heilbar (Arbenz Die Adj. auf -ιμος 71f.), wohl auch ἰασιώνη Pflanzenname, ‘Convolvulus sepium (?)’ (Thphr., Plin.); nach Strömberg Pflanzennamen 81 wegen der (allerdings unbekannten) medizinischen Verwendung; 3. Ἰασώ f. N. einer Heilgöttin (Ar., Herod. u. a.), von ἴασις oder vom Aor., vgl. Καλυψώ. 4. ἰατήρ Arzt (poet. seit Il., kypr., myk. i-ja-te?) mit ἰήτειρα Adj. f. heilend (Marc. Sid.), ἰατήριονHeilmittel, Heilung (Mediz., Q. S.); 5. ἰάτωρ ib. (Alkm., thess. Inschr.) mit ἰατορία Heilkunst (B., S. in lyr.); 6. ἰατής ib. (LXX) mit ἰατικός (Str. u. a.; auch auf ἰάομαι beziehbar); 7. gew. ἰατρός ib. (seit Il.), wovon ἰατρικός, ἡ ἰατρική (τέχνη) Heilkunst (ion. att.), ἰάτρια f. Hebamme (Alex.), ἰατρίνη ib. (Kaiserzeit, vgl. Schulze Kl. Schr. 428 m. A. 3), ἰατρεύω heilen (Hp. usw.) mit ἰατρεία, -εῖον, ἰάτρευσις, -ευμα, -ευτικός; 8. ἴατρα n. pl. Honorar für die Heilung, Arztgebühr (Epidauros, Herod.). Näheres über ἰατήρ, ἰάτωρ, ἰατρός bei Fraenkel Nom. ag. (s. Index); Versuch einer semantischen Differenzierung zwischen ἰατήρ und ἰάτωρ bei Benveniste Noms d’agent 46, auch Schwyzer 531.
Etymology : Nicht sicher erklärt. Schon von Lobeck Rhematicon 157 (mit weiteren, falschen Kombinationen, s. Curtius 389) zu ἰαίνω gezogen, was von Brugmann Grundr. 21, 1086 (= 22 : 3, 199) weiter ausgeführt wird: ἰῶμαι aus *isā-i̯o-mai neben ἰαίνω = aind. iṣaṇ-yá-ti wie δρῶ aus *drā-i̯ō neben δραίνω, eine Gleichung die aber schwerlich zutrifft, da δραίνω am ehesten als Neubildung zu betrachten ist, s. zu δράω. Schwyzer 681 u. 683 erklärt ἰάομαι als thematische Umbildung eines athematischen *ἴαμαι (noch in Ἰαμενόν Μ 139, 193 und in kypr. ἰjασθαι erhalten?). Noch anders Wißmann Nom. postv. 1, 127 A. 1: ἰάομαι deverbativ. — Zweifel über die Verknüpfung mit ἰαίνω bei Schulze Q. 381f.; verfehlte Deutungen bei Ehrlich Betonung 136 (zu lat. sānus) und bei Theander Eranos 20, 33 (von ἰά). Über die Quantität des anl. ἰ- (bei Hom. ι-, später auch ι-) Schulze a. a. O., Sommer Lautstud. 9f. Laryngalbetrachtungen bei Sturtevant Lang. 16, 86f.
Page 1,704-705
Chinese
原文音譯:„£omai 衣阿哦買
詞類次數:動詞(28)
原文字根:治愈 相當於: (רָפָא)
字義溯源:治好*,醫治,痊愈,治好,好了,醫好。這字意為:治好,醫治;而醫治者乃是神,藉著基督和使徒們表明出來。醫治總是與信心相連( 太8:8-13; 15:28; 可5:29; 路5:17-20; 17:15)。參讀 (ἀντιλαμβάνω)同義字比較: (θεραπεύω)=服侍,醫治
同源字:1) (ἴαμα)醫治 2) (ἰάομαι)治好 3) (ἴασις)治療 4) (ἰατρός)醫生
出現次數:總共(28);太(4);可(1);路(12);約(3);徒(5);來(1);雅(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 醫治(5) 路4:18; 路5:17; 路9:2; 約4:47; 徒9:34;
2) 我⋯醫治(3) 太13:15; 約12:40; 徒28:27;
3) 治好了(3) 路9:42; 路22:51; 徒28:8;
4) 好了(3) 太8:13; 太15:28; 可5:29;
5) 痊愈(1) 來12:13;
6) 醫好(1) 徒10:38;
7) 你們可得醫治(1) 雅5:16;
8) 你們得了醫治(1) 彼前2:24;
9) 他⋯治好了(1) 路14:4;
10) 得治愈的(1) 徒3:11;
11) 醫好的人(1) 約5:13;
12) 必好了(1) 路7:7;
13) 醫好了(1) 路6:19;
14) 得醫治(1) 路8:47;
15) 醫治了(1) 路9:11;
16) 已好了(1) 路17:15;
17) 就必好了(1) 太8:8;
18) 得著醫治(1) 路6:17
Mantoulidis Etymological
ἰῶμαι (=γιατρεύω). Ἀμφίβολη ἡ ρίζα του. Ἴσως ἀπό ρίζα ϝι→ Θέμα ἰά + ομαι-ἰῶμαι. Ἴσως νά ἔχει σχέση μέ τό ἰός (=δηλητήριο).
Παράγωγα: ἴαμα (=γιατρικό), ἰαματικός, ἰάσιμος, ἴασις, Ἰασώοῦς (=θεά τῆς θεραπείας καί τῆς ὑγείας), ἰατήρ, ἰάτειρα, ἰατήριον (=γιατρειά), ἰατής, ἰατικός, ἰατορία (=γιατρική), ἰατός, εὐίατος, δυσίατος, ἀνίατος (=ἀγιάτρευτος), ἰατρεία (=γιατρειά), ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἰατρευτέον, ἰατρεύω, ἰατρός, ἰατρικός, ἰατρίσκος (ὑποκορ.), ἰάτωρ (=γιατρός).
Léxico de magia
curar como acción de Dios κ(ύρι)ε, X(ριστ)έ, υἱὲ καὶ λόγε τοῦ θ(εο)ῦ τοῦ ζῶντος, ὁ ἰασάμενος πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν Señor, Cristo, Hijo y Palabra de Dios vivo, el que cura toda enfermedad y toda debilidad C 5b 25 ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος κύριος ... ὁ ἰασάμενος τὴν πενθερὰν Πέτρου, ... ἴασαι τὴν φοροῦσαν τοῦτο τὸ θεῖον φυλακτήριον Santo, Santo, Santo Señor, el que curó a la suegra de Pedro, cura a la que lleva este divino amuleto C 18 7 SM 25 7 SM 30 3
Lexicon Thucydideum
mederi, to heal, cure, 5.65.2.
Translations
heal
Albanian: ngjallë, shëroj; Arabic: شَفَى; Armenian: բուժել; Aromanian: vindic; Azerbaijani: sağaltmaq; Belarusian: лячыць, вылечыць; Bulgarian: лекувам, излекувам, церя, изцерявам; Catalan: guarir, curar, remeiar, cicatritzar; Chinese Mandarin: 醫治, 医治; Czech: léčit, vyléčit, uzdravit; Dalmatian: medcur; Dutch: genezen, helen, beter maken; Finnish: parantaa; French: guérir, assainir; Georgian: განკურნება, შეხორცება, მოკეთება; German: heilen; Gothic: 𐌷𐌰𐌹𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: θεραπεύω; Ancient Greek: ἰάομαι, θεραπεύω; Hebrew: שיפר \ שִׁפֵּר; Hungarian: gyógyít, meggyógyít, begyógyít; Ido: risanigar; Irish: cneasaigh; Italian: guarire, sanare; Japanese: 癒す, 治す; Khmer: បន្សះ, ផ្សះ; Korean: 치료하다, 고치다; Latin: sano, medico, curo, medeor, salvo; Luxembourgish: heelen; Macedonian: лечи, излечи, лекува, излекува; Maori: whakamahu, haumanu, whakareka, whakaoraora, whakamātūtū; Norwegian: hele, kurere; Bokmål: helbrede; Old Church Slavonic Cyrillic: лѣчити; Persian: درمان کردن, شفا دادن, بهبود دادن; Polish: leczyć, wyleczyć, uzdrawiać, uzdrowić; Portuguese: curar, sanar, sarar; Quechua: allinyachiy, hampiy; Romanian: vindeca; Russian: лечить, вылечить, излечить, исцелять, исцелить; Serbo-Croatian Cyrillic: лечити, лијечити, излечити, лијечити, излијечити, целити, исцелити, цијелити, исцијелити, исцељивати, исцјељивати; Roman: léčiti, liječiti, izléčiti, izlijéčiti, céliti, iscéliti, cijéliti, iscijéliti, isceljívati, iscjeljívati; Slovak: liečiť, vyliečiť; Slovene: zdraviti, ozdraviti, pozdraviti; Sorbian Lower Sorbian: gójś, wustrowiś; Spanish: curar, sanar; Swahili: kuponya; Swedish: läka; Turkish: iyileştirmek; Ukrainian: лікувати, вилікувати, зцілювати, зцілити; Westrobothnian: hail, häli; Yiddish: היילן