ἵππευμα
English (LSJ)
-ατος, τό, ride on horseback or journey in a chariot, E.IT1428; [Νύξ], μακρὸν ἵ. διώκεις Id.Fr.114 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1258] τό, der Ritt; Eur. I. T. 1428 im plur.; aus Eur. ὦ νὺξ ἱερά, ὡς μακρὸν ἵππευμα διώκεις Ar. Th. 1066.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
course à cheval, trajet qu'on fait à cheval ou en voiture.
Étymologie: ἱππεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἵππευμα: ατος τό тж. pl. езда на лошадях (верхом или в колеснице) Eur., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἵππευμα: τό, (ἱππεύω) πορεία ἐφ’ ἵππου ἢ ἐφ’ ἅρματος, Εὐρ. Ι. Τ. 1428, καὶ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 1066.
Greek Monolingual
ἵππευμα, τὸ (Α) ιππεύω
πορεία πάνω σε ίππο ή σε άρμα («ὡς ἐκ θαλάσσης ἔκ τε γῆς ἱππεύμασι λαβόντες αὐτούς», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἵππευμα: -ατος, τό (ἱππεύω), πορεία πάνω σε άλογο ή ταξίδι πάνω σε άρμα, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἵππευμα, ατος, τό, ἱππεύω
a ride on horseback or journey in a chariot, Eur.