ἵπφαρμος

English (LSJ)

ἀρχή τις, Hsch. (prob. = ἱππαρμοστής).

Greek (Liddell-Scott)

ἵπφαρμος: -ου, ὁ, «ἀρχή τις» Ἡσύχ., πιθαν. = ἱππαρμοστής.