ἱππαρμοστής
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
English (LSJ)
ἱππαρμοστοῦ, ὁ, Laced. for ἵππαρχος, commander of cavalry, X.HG4.4.10,5.12; cf. ἵπφαρμος.
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, bei den Lacedämoniern Befehlshaber der Reiterei, Xen. Hell. 4, 4, 10. 5, 12.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
commandant de cavalerie, à Sparte.
Étymologie: ἵππος, ἁρμοστής.
Russian (Dvoretsky)
ἱππαρμοστής: οῦ ὁ (в Спарте) гиппармост, начальник конницы Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππαρμοστής: -οῦ, ὁ Λακεδαιμ. ἀντὶ τοῦ ἵππαρχος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 10., 5. 12· πρβλ. ἱππαγρέται.
Greek Monolingual
ἱππαρμοστής, ὁ (Α)
λακων. τ. αντί ίππαρχος («Πασίμαχος ό ίππαρμοστής», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰππ(ο)- + ἁρμοστής (< ἁρμόζω)].
Greek Monotonic
ἱππαρμοστής: -οῦ, ὁ, Λακεδαιμ. αντί ἵππαρχος, διοικητής του ιππικού, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἱππ-αρμοστής, οῦ, [Laced. for ἵππαρχος,]
a commander of cavalry, Xen.
Translations
magister equitum
ar: قاضي الفرسان; az: suvarilər rəisi; bg: началник на конницата; ca: mestre de cavalleria; el: ίππαρχος; grc: ἵππαρχος, ἱππάρχης, ἱππάρχας, ἱππιάναξ, ἱππαρμοστής; fr: maître de cavalerie; he: מגיסטר אקוויטום; ja: マギステル・エクィトゥム; ka: მხედართა მეთაური; la: magister equitum; mk: магистер еквитум; pt: mestre da cavalaria; ro: maestrul cailor; uk: начальник кінноти; zh: 騎士統領