Ἰάων

English (LSJ)

-ονος, ὁ, v. Ἰάονες. ἴβα· σιώπα, Hsch.

French (Bailly abrégé)

Ἰάονος;
adj. m.
d'Ionie, Ionien ; οἱ Ἰάονες, Ioniens, càd :
1 habitants de l'Attique et de Mégare;
2 chez les Perses, syn. de Ἕλληνες, Grecs en gén.
Étymologie: DELG étym. ignorée ; attesté en myc.

Russian (Dvoretsky)

Ἰάων: Ἰάονος ὁ (ᾱ) преимущ. pl. иониец
1 житель Аттики и Мегары Hom., HH etc.;
2 для персов Ἰάονες = Ἓλληνες Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰάων: -ονος, ὁ, ἴδε Ἰάονες

English (Slater)

̆ιᾱων Ionian σέθ]εν Ἰάονι τόνδε λαῷ [παι]ᾶνα διώξω since Abdera was colonized from Ionian Teos (Pae. 2.3)

Greek Monolingual

Ἰάων, ὁ (Α)
ο Ίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Ίωνες].

Greek Monotonic

Ἰάων: -ονος, ὁ, βλ. Ἰάονες.