ὀγκηστοῦ, ὁ, brayer, ὄνος AP9.301 (Secund.), cf. Epigr. ap. Gal.Protr.13.
[Seite 290] ὁ, = ὀγκητής, Secund. 2 (IX, 301); Poll. 5, 88.
ὀγκηστής, ὁ (Α) ογκώμαιαυτός που εκβάλλει ογκηθμούς.
ὀγκηστής: οῦ adj. m v.l. = ὀγκητής.