ὀγκοπελεθίαν
English (LSJ)
πέλεθον οὖσαν, Id.
Greek Monolingual
ὀγκοπελεθίαν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πέλεθον οὖσαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + πέλεθος «κόπρος»].
πέλεθον οὖσαν, Id.
ὀγκοπελεθίαν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πέλεθον οὖσαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + πέλεθος «κόπρος»].