ὀδμάομαι

English (LSJ)

ὀδμή, older forms of ὀσμάομαι, ὀσμή (q.v.).

German (Pape)

[Seite 293] wie ὀσμάομαι, riechen, wittern, spüren; Democrit. bei S. Emp. adv. math. 7, 139; Nic. Ther. 47 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὀδμάομαι: Democr. ap. Sext. = ὀσμάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδμάομαι: ἀρχαιότερος τύπος τοῦ ὀσμάομαι, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

ὀδμάομαι: αρχ. τύπος του ἀσμάομαι.

Middle Liddell

ὀδμάομαι, older form of ὀσμάομαι.]