ὀδύρτης

English (LSJ)

ὀδύρτου, ὁ, complainer, Arist.Phgn.812a4, 813a33, Adam.2.22.

German (Pape)

[Seite 295] ὁ, der Klagende, klagend, Arist. physiogn. 6 p. 813, 33.

Russian (Dvoretsky)

ὀδύρτης: ου adj. m склонный к жалобам, жалующийся Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδύρτης: -ου, ὁ, ὁ ὀδυρόμενος, παραπονούμενος, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 30 καὶ 50.

Greek Monolingual

ὀδύρτης, ὁ (Α) οδύρομαι
αυτός που οδύρεται ή παραπονείται.