οδύρομαι

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀδύρομαι και, για μετρικούς λόγους, δύρομαι)
κλαίω γοερά, θρηνώ απαρηγόρητα, ολοφύρομαι, ολολύζω
μσν.-αρχ.
πενθώ («ἵνα μηκέτ' ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα φθινύθω», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύρομαι (< ὀδυρjομαι) ανάγεται πιθ. στην ρίζα ed- «τρώω» (πρβλ. ὀδύνη), παρεκτεταμένη με επίθημα σε -r. Στο ρ. ὀδύρομαι η σημ. της ρίζας ed- «τρώω» χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει το σπαρακτικό κλάμα (για τη σημασιολογική εξέλιξη βλ.λ. οδύνη). Τέλος, ο παρλλ. τ. δύρομαι έχει σχηματιστεί με σίγηση του αρκτ. άτονου φωνήεντος, αναλογικά προς το μύρομαι «κλαίω, θρηνώ»].