ὀκτάλοβος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, possessing eight lobes, πνεύμων Ar.Byz.Epit.77.14.

Greek Monolingual

ὀκτάλοβος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από οκτώ λοβούς («πνεύμων ὀκτάλοβος», Αριστφ. Βυζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + λοβός (πρβλ. επτάλοβος)].