ὀλβιοδώτης

English (LSJ)

ὀλβιοδώτου, ὁ, bestower of bliss, Orph.H.34.2:—fem. ὀλβιοδῶτις, ιδος, ib.40.2, etc.

German (Pape)

[Seite 318] ὁ, Glückgeber, -spender, Orph. H. 23, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβιοδώτης: ὁ, καὶ θηλ. ὀλβιοδῶτις, ἴδε ὀλβιόδωρος.

Greek Monolingual

ὀλβιοδώτης, ὁ, θηλ. ὀλβιοδῶτις (Α)
αυτός που δίνει ευτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + -δώτης (< δίδωμι), πρβλ. ωραιοδώτης.