ὀλείζων

English (LSJ)

v. ὀλίγος.

Russian (Dvoretsky)

ὀλείζων: и ὀλίζων (= ὀλιγώτερος) compar. к ὀλίγος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλείζων: -ονος, ὀλίγος, μικρός, ἐλάσσων, Ἐπιγρ. Ἀθην. CIA I, 1. 9, 37· - αἰτ. γέν. ἀρσ. ὀλείζω, Ἐπιγρ. Ἐλευσῖνος, Bul. de cor. hel. IV, σ. 226.

Greek Monolingual

ὀλείζων, -ον (Α)
βλ. ολίζων.