[Seite 320] ές, von wenig Jahren, χρόνος, Poll. 1, 58.
-ές (Α ὀλιγοετής, -ες και ὀλιγοετής, -ές)αυτός που διαρκεί ή ισχύει λίγα χρόνιανεοελλ.αυτός που έχει μικρή ηλικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ετής / -έτης (< ἔτος), πρβλ. πολυετής].