ὀλιγοφαγία

English (LSJ)

ἡ, = ὀλιγοσιτία, Sch.Ar.Pax28.

German (Pape)

[Seite 322] ἡ, = ὀλιγοσιτία, Schol. Ar. Pax 28.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοφᾰγία: ἡ, = ὀλιγοσιτία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 28.

Greek Monolingual

η (Α ὀλιγοφαγία)
βλ. λιγοφαγία.