λιγοφαγία
From LSJ
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
Greek Monolingual
και ολιγοφαγία (Α ὀλιγοφαγία) ολιγοφάγος
το να τρώγει κανείς λίγο.
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
και ολιγοφαγία (Α ὀλιγοφαγία) ολιγοφάγος
το να τρώγει κανείς λίγο.