ὀλιγόφρων
English (LSJ)
ὁ, ἡ, φρον, τό, gen. ονος, of small understanding, Ph.2.70, al., Plu.2.504b, Poll.4.14. Adv. ὀλιγοφόνως ib.15.
German (Pape)
[Seite 322] mit wenigem Verstande, Plut. de garrul. 4.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
peu intelligent.
Étymologie: ὀλίγος, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγόφρων: 2, gen. ονος неразумный, неумный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόφρων: ὁ, ἡ, -φρον, τό, ὁ ὀλίγας ἔχων φρένας, ὁ μικρὸς τὸν νοῦν, Πλούτ. 2. 504A, Πολυδ. Δ΄, 14. Ἐπίρρ. -όνως, ὁ αὐτ. Δ΄, 15.
Greek Monolingual
ὀλιγόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει λίγο μυαλό, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μετριόφρων].