ὀλιγόχορδος
English (LSJ)
ὀλιγόχορδον, with few strings, ib.b (cj. Volkmann for τρίχορδα).
German (Pape)
[Seite 322] mit wenig Saiten (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόχορδος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγας χορδάς, Πλούτ. 2. 1137Β (διάφ. γραφ. ἀντὶ τρίχορδα).
Greek Monolingual
ὀλιγόχορδος, -ον (Α)
αυτός που έχει λίγες χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -χορδος (< χορδή), πρβλ. ισόχορδος].