= ὀμβρέω, Eust.114.5.
[Seite 329] beregnen, u. übertr. benetzen, Sp.
ὀμβρίζω: ὀμβρέω, Εὐστ. 114. 5.
ὀμβρίζω (Μ) όμβροςβρέχω.