ὀμβρίζω

English (LSJ)

= ὀμβρέω, Eust.114.5.

German (Pape)

[Seite 329] beregnen, u. übertr. benetzen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμβρίζω: ὀμβρέω, Εὐστ. 114. 5.

Greek Monolingual

ὀμβρίζω (Μ) όμβρος
βρέχω.