ὀμεῖται

English (LSJ)

v. ὄμνυμι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. de ὀμοῦμαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀμεῖται: 3 л. sing. fut. к ὄμνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμεῖται: ἴδε ἐν λέξ. ὄμνυμι.

English (Autenrieth)

see ὄμνῦμι.

Greek Monotonic

ὀμεῖται: γʹ ενικ. μέλ. του ὄμνυμι.