ὀνήλατος

English (LSJ)

ον, for donkeydriving: κλείνη ὀ. donkey-saddle (?), Stud.Pal.20.46.27 (ii/iii A. D.).

Greek Monolingual

ὀνήλατος, -ον (Α)
1. αυτός που σύρεται από όνους
2. φρ. «κλείνη ὀνήλατος»
πιθ. σαμάρι όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].