ὀνειδιστής

English (LSJ)

ὀνειδιστοῦ, ὁ, one who reproaches with a thing, c. gen. rei, ἁμαρτημάτων, εὐεργετημάτων, Arist.Rh.1381b2.

German (Pape)

[Seite 345] ὁ, der Beschimpfende, Vorwürfe Machende, Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
injurieux, outrageant.
Étymologie: ὀνειδίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὀνειδιστής: οῦ adj. m делающий упреки, порицающий (τῶν ἁμαρτημάτων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειδιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὀνειδίζων ἢ ψέγων διά τι, μετὰ γενικ. πράγμ., ἁμαρτημάτων, εὐεργετημάτων Ἀριστ. Ρητ. 2. 4. 16.

Greek Monolingual

ὀνειδιστής, ὁ (Α) ονειδίζω
αυτός που επιπλήττει ή κατηγορεί κάποιον για κάτι.

Greek Monotonic

ὀνειδιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που χλευάζει ή κατηγορεί για κάτι, με γεν. πράγμ., σε Αριστ.

Middle Liddell

ὀνειδιστής, οῦ, ὁ, [from ὀνειδίζω
one who reproaches with a thing, c. gen. rei, Arist.