[Seite 347] nützend, nutzbar, VLL.
ὀνητικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ ὠφελήσῃ, ὠφέλιμος, ἔκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.
ὀνητικός, -ή, -όν (Α) ονητόςαυτός που μπορεί να ωφελήσει.