ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
ὀνητός, -ή, -όν (Α) ονίνημι(κατά το λεξ. Σούδα) «ὠφέλιμος, ἐπωφελής».