ὀνομάτιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ὄνομα, Longin.43.2, Arr.Epict.2.23.14: without dim. sense, POxy.2131.9 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 349] τό, dim. von ὄνομα, kleiner Name, Wörtchen, Longin.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομάτιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ ὄνομα, Λογγῖν. 43. 2, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 23, 14.

Greek Monolingual

ὀνομάτιον, τὸ (Α) όνομα
(υποκορ. του όνομα) λεξίδιο.