όνομα
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
Greek Monolingual
το (ΑΜ ὄνομα, Α αιολ. και δωρ. τ. ὄνυμα και λακων. τ. ἔνυμα και ποιητ. τ. οὔνομα)
1. κάθε λέξη με την οποία δηλώνεται πρόσωπο, ζώο ή πράγμα, καθώς και πράξη, κατάσταση ή ιδιότητα (α. «όνομα ουσιαστικό» β. «όνομα επίθετο»)
2. φήμη, δόξα
3. γραμμ. ένα από τα κλιτά μέρη του λόγου (α. «κύριο όνομα» — όνομα ορισμένου προσώπου, ζώου ή πράγματος
β. «όνομα προσηγορικό» — όνομα όχι για κάτι μεμονωμένο αλλά για ολόκληρη τάξη πραγμάτων ή ζώων
γ. «όνομα επίθετο» — λέξη που δηλώνει την ποιότητα ή την ιδιότητα ενός ουσιαστικού)
4. φρ. α) «εν ονόματι» — δυνάμει κάποιου, βάσει κάποιου
β) «επ' ονόματι» — στο όνομα κάποιου
νεοελλ.
1. λέξη δηλωτική συγκεκριμένου φυσικού προσώπου, βαπτιστικό
2. επώνυμο
3. φρ. α) «έχω [ή είναι] το όνομά μου» — γιορτάζω την επέτειο τής ονομαστικής μου γιορτής
β) «όνομα και πράγμα» — το όνομα κάποιου ανταποκρίνεται πραγματικά στις ιδιότητές του
γ) «για όνομα του Θεού [του Χριστού ή της Παναγίας]» — επιφώνηση η οποία εκφράζει έντονη προτροπή ή διαμαρτυρία
δ) «όνομα και μη χωριό» — πρόσωπο γνωστό που δεν θέλει κάποιος να κατονομάσει
ε) «αφήνω [βγάζω] όνομα» — φημίζομαι για κάτι καλό ή, συνηθέστερα, για κάτι κακό
στ «ο τάδε, ο δείνα με τ' όνομα» — ο ξακουστός, ο περίφημος ή ο περιβόητος, ο διαβόητος
ζ) «κατ' όνομα» ή «ψιλῴ ονόματι» — στα λόγια, φαινομενικά
η) «εξ ονόματος κάποιου» — εκ μέρους ή κατ' εντολήν ή για λογαριασμό κάποιου
θ) «γνωρίζω κάποιον εξ ονόματος» ή «γνωρίζω κάποιον κατ' όνομα» — γνωρίζω μόνον το όνομα κάποιου, δεν τόν γνωρίζω προσωπικώς
ι) «κάποιος ονόματι...» — κάποιος που ονομάζεται..., που φέρει το όνομα...
ια (στον Ερωτόκριτο) «για όνομά μου» — για χάρη μου
ιβ (στην Ερωφίλη) «απ' όνομά μου» — εκ μέρους μου
4. παροιμ. α) «άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος τη χάρη» — άλλος φημίζεται και άλλος πραγματικά αξίζει τη φήμη
β) «κάλλιο να σού βγει το μάτι παρά τό όνομα» — δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από τη δυσφήμηση
μσν.-αρχ.
πρόσωπο («ἦν τε ὄχλος ὀνομάτων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὡς ἑκατὸν εἴκοσι», ΚΔ)
αρχ.
1. συμβατική ονομασία προσώπου ή πράγματος σε αντιδιαστολή προς το πραγματικό πρόσωπο ή πράγμα
2. γραμματικός όρος που δήλωνε κάθε λέξη, σε αντιδιαστολή προς το ρήμα
3. πρόσχημα, πρόφαση
4. τα λόγια, σε αντιδιαστολή προς τα έργα, τις πράξεις («κρεῖσσον δὲ τοὔργον, εἴπερ ἐκσώσει γέ σε ἤ τοὔνομα», Ιπποκρ.)
5. η δύναμη ή η ισχύς την οποία παρέχει κάποιο όνομα ή η επίκληση ενός ονόματος
6. (σε δοσοληψίες) λογαριασμός
7. στον πληθ. τεχνικοί όροι («καὶ ὀνόματα μαθεῖν τὰ ἐν ναυτικῇ», Ξεν.)
8. φρ. α) «ἐν ὀνόματι είμι» — είμαι πολύ γνωστός, είμαι ξακουστός
β) «ὄνομα τῆς σωτηρίας» — σωτηρία
γ) «ὄνομα ὁμιλίας» — ομιλία
δ) «ὄνομα βλασφημίας» — βλασφημία
ε) «ὄνομα τῆς εὐγενείας» — ευγένεια
στ «ἔχω ὀνόματός τίνος» — έχω κάτι για λογαριασμό του αναγραφόμενου προσώπου
ζ) «ὀνόματι ἰδιωτικῇς» — στο κεφάλαιο τών ιδιωτικών κτημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄνο-μα εντάσσεται στη μεγάλη σειρά τών ουδ. σε -μα (< *-mn, γεν. -mntos, πρβλ. θαύμα) με συγγενέστερο τύπο °στην ΙΕ το αρμ. anun. Η λ. συνδέεται και με τα: λατ. nomen, αρχ. ινδ. nāma, αβεστ. nāma, γοτθ. namo, χεττιτ. lāman (με ανομοίωση του -η- σε -l-), αλβ. emer, emen και αρχ. πρωσ. emmens (πρβλ. λακων. τ. ἔνυμα στο ανθρωπωνύμιο Ἐνυμακρατίδας). Από τη μελέτη τών προηγούμενων τ. οδηγούμαστε σε τρεις διαφορετικές μορφές τής ίδιας ρίζας, τής οποίας τόσο η αρχική μορφή όσο και ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε στις διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες είναι δύσκολο να εξακριβωθούν: 1) *en(o)mn- (πρβλ. αλβ. emen, λακων. ἔνυμα)
2) *(o)nomn- (πρβλ. ὄνομα, αρμ. anun)
3) *nōmn- (πρβλ. λατ. nōmen, αρχ. ινδ. nāma). Ως αρχική μορφή τής ρίζας έχει προταθεί ο τ. *-sen- με λαρυγγικό φθόγγο και επίθημα σε -m-. Από τη ρίζα αυτή με παρέκταση *-men σχηματίστηκε η μορφή *ә1on-m-en, που έδωσε αρχ. τύπο *ὄνμα και ὄνομα / ὄνυμα, με ανάπτυξη φωνήεντος. Τής ίδιας ρίζας μορφή *әnom-en έδωσε τα λατ. nomen, αρχ. ινδ. nāma κλπ. Σύμφωνα με άλλη πρόταση, ως αρχική ρίζα θα πρέπει να θεωρηθεί η *nōmn- / *nmen, χωρίς λαρυγγικό φθόγγο, οπότε το αρκτ. φωνήεν (ο-) τής Ελληνικής και Αρμενικής αποτελούν προθεματικό φωνήεν, πολύ συχνό στις γλώσσες αυτές. Περαιτέρω προβλήματα παρουσιάζει και η εναλλαγή τών φωνηέντων -ο- και -υ- στους τ. ὄνομα τής ιων-αττ. και ὄνυμα τής αιολ. διαλέκτου (πρβλ. σύνθ. σε -ώνυμος), αντίστοιχα. Κατά μία άποψη, ο αιολ. τ. ὄνυμα πρέπει να ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας που αντιπροσωπεύεται με φωνήεν -υ-, πιθ. λόγω τής επίδρασης κάποιου ηχηρού λαρυγγικού φθόγγου (πρβλ. νύξ, ὄνυξ), ενώ κατ' άλλους ο τ. έχει προέλθει από τον τ. ὄνομα με ανομοιωτική τροπή του δεύτερου -ο- σε -υ-. Η λ. ὄνομα εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. με τις μορφές -ώνυμος (πρβλ. ομώνυμος), ομωνύμιο (ομωνύμιον) (πρβλ. επωνύμιο επωνύμιον, τοπωνύμιο) και τοπώνυμο (πρβλ. ψευδώνυμο) με έκταση «εν συνθέσει».
ΠΑΡ. ονομάζω, ονοματίζω, ονοματικός, ονοματώδης
αρχ.
ονομαίνω, ονομάτιον.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) ονοματοθέτης, ονοματολόγος
αρχ.
ονομακλήτωρ, ονομάκλυτος, ονοματογραφία, ονοματοθήρας, ονοματομάχος, ονοματοποιός, ονοματουργός
μσν.
ονοματογράφος
νεοελλ.
ονοματεπώνυμο, ονοματοκρατία, ονοματολάτρες, ονοματολογία, ονοματομανία, ονοματοπαίγνιο. (Β' συνθετικό -ώνυμος) ανώνυμος, διώνυμος, επώνυμος, ετερώνυμος, ευώνυμος, ιδιώνυμος, ιερώνυμος, κακώνυμος, μεγαλώνυμος, ομώνυμος, παρώνυμος, περιώνυμος, πολυώνυμος, συνώνυμος, ταυτώνυμος, τριώνυμος, φερώνυμος, χριστεπώνυμος, χριστώνυμος, ψευδώνυμος
αρχ.
αιτιώνυμος, αντιπαρώνυμος, αρτιώνυμος, αυτεπώνυμος, γαλεώνυμος, δεξιώνυμος, δισώνυμος, δυσώνυμος, εναντιώνυμος, ερατώνυμος, θηριώνυμος, ισώνυμος, καλλιώνυμος, καλώνυμος, κυθνώνυμος, κυθώνυμος, μειώνυμος, μετώνυμος, μικρώνυμος, μυριώνυμος, νώνυμος, ορθώνυμος, ουλαμώνυμος, παντώνυμος, πατρώνυμος, πεντώνυμος, περισσώνυμος, πηρώνυμος, προσώνυμος, προώνυμος, πτερώνυμος, σακκώνυμος, σκολοπώνυμος, συνομώνυμος, τετραώνυμος, υπερώνυμος, φυτώνυμος, χαριτώνυμος, χρυσεπώνυμος
νεοελλ.
αγιώνυμος, ανεπώνυμος, δυσώνυμος, μονώνυμος, ποικιλώνυμος, συνεπώνυμος. (Β' συνθετικό -ώνυμο) νεοελλ. διώνυμο, επώνυμο, ετερώνυμο, ιδιώνυμο, κυριώνυμο, μητρώνυμο, μονώνυμο, οδώνυμο, ομώνυμο, ονοματεπώνυμο, παρεπώνυμο, παρώνυμο, πατρώνυμο, πολυώνυμο, συνώνυμο, τριώνυμο, ψευδώνυμο. (Β' συνθετικό σε ψευδωνύμιο, ψευδωνύμιον) επωνυμιών)
αρχ.
ανδρωνύμιον, προωνύμιον
νεοελλ.
οδωνύμιο, παρωνύμιο, προσωνύμιο, τοπωνύμιο].
Translations
name
Abkhaz: ахьʒ; Adyghe: цӏэ; Afar: migaq; Afrikaans: naam; Aghul: тур; Ainu: レ; Akan: edin; Aklanon: ngaean; Albanian: emër; American Sign Language: H@RadialFinger-H@CenterChesthigh Contact Contact; Amharic: ስም; Andi: цӏцӏер; Arabic: اِسْم, أَسْمَاء; Cypriot Arabic: ism; Egyptian Arabic: اسم; Hijazi Arabic: اسم; Moroccan Arabic: اسمية, اسم; Tunisian Arabic: اِسْمْ; Aragonese: nome, nombre; Aramaic Classical Syriac: ܫܡܐ; Jewish Babylonian Aramaic: שְׁמָא; Archi: цӏор; Argobba: ስም; Armenian: անուն; Aromanian: numã, numi; Ashkun: nām; Assamese: নাম; Asturian: nome, ñome; Atong: bimung; Avar: цӏар; Azerbaijani: ad, isim; Baluchi: نام; Bashkir: исем, ат; Basque: izen; Beja: sim; Belarusian: імя, назоў, назва; Bengali: নাম; Bikol Central: ngaran, pangaran; Blin: suuŋ; Borôro: ije; Breton: ano, anv; Budukh: тур; Bulgarian: име, название, наименование; Burmese: အမည်, နာမည်; Buryat: нэрэ; Catalan: nom; Cebuano: ngalan, pangalan; Central Sierra Miwok: ˀoja·še-; Chechen: цӏе; Chepang: मेङ्; Chichewa: dzina; Chickasaw: holhchifo; Chinese Cantonese: 名, 名字, 名稱, 名称; Dungan: минзы; Gan: 名字; Hakka: 名仔, 名字; Mandarin: 名, 名字, 名稱, 名称; Min Dong: 名; Min Nan: 名, 名字, 名稱, 名称; Wu: 名; Chiricahua: -́zhii; Chukchi: нынны; Chuukese: it; Chuvash: ят; Coptic: ⲣⲁⲛ; Cornish: hanow; Corsican: nomu; Crimean Tatar: ad, isim; Czech: jméno, název; Dalmatian: naun, naum; Danish: navn; Dhivehi: ނަން; Dolgan: аат; Dutch: naam; Dzongkha: མིང; Eastern Mari: лӱм; Elfdalian: nammen; Erzya: лем; Eshtehardi: نومَ; Esperanto: nomo; Estonian: nimi; Even: гэрбэ; Evenki: гэрби; Extremaduran: nombri; Farefare: yʋ'ʋrɛ; Faroese: navn; Finnish: nimi, nimitys; French: nom; Middle French: nom; Old French: nom; Friulian: non; Galician: nome; Garo: বিমুং; Georgian: სახელი, სახელწოდება, დასახელება; German: Name; Gothic: 𐌽𐌰𐌼𐍉; Greek: όνομα; Ancient Greek: ὄνομα; Guaraní: téra; Gujarati: નામ; Hausa: suna; Hawaiian: inoa; Hebrew: שֵׁם; Higaonon: ngadan; Hiligaynon: ngalan; Hindi: नाम, इस्म; Hittite: 𒆷𒀀𒈠𒀭; Hungarian: név; Ibanag: ngagan; Icelandic: nafn; Ido: nomo; Ilocano: nagan; Indonesian: nama; Ingrian: nimi; Ingush: цӏи; Interlingua: nomine; Irish: ainm; Old Irish: ainmm; Primitive Irish: ᚐᚅᚋ; Isan: ซื่อ; Isnag: ngaxan; Istriot: non, nom; Istro-Romanian: nome; Italian: nome; Japanese: 名前, 名, お名前, ご芳名, 名称; Javanese: aran, jeneng; Kalasha: نوم; Kalmyk: нерн; Kamkata-viri: nom; Kannada: ಹೆಸರು; Kapampangan: lagyu, lagiu; Karachay-Balkar: ат; Karakhanid: ااتْ; Karelian: nimi; Kashmiri: ناو; Kashubian: miono; Kazakh: есім, ат, аты-жөні; Khmer: ឈ្មោះ; Kikai: 名; Kikuyu: rĩĩtwa 5, rĩtwa Komi-Permyak: ним; Komi-Zyrian: ним; Korean: 이름, 성함(姓銜), 명칭(名稱); Kunigami: 名; Kurdish Central Kurdish: ناو; Northern Kurdish: nav; Kyrgyz: ат, ысым; Ladin: inom, inuem; Ladino: nombre; Lao: ຊື່, ນາມ; Latgalian: vuords; Latin: nomen; Latvian: vārds; Lezgi: тӏвар; Ligurian: nómme; Lithuanian: vardas; Lombard: nomm; Luhya: lisina; Luxembourgish: Numm; Lü: ᦋᦹᧈ; Maasai: enkarna; Macedonian: име, назив; Maguindanao: ngala; Malay: nama; Malayalam: പേര്, നാമം; Maltese: isem; Manchu: ᡤᡝᠪᡠ; Mansaka: aran; Mansi: нам; Manx: ennym; Maori: ingoa; Maranao: ngaran; Marathi: नाव; Middle English: name; Middle Korean: 일홈〮; Miyako: 名; Mizo: hming; Moksha: лем; Mongolian Cyrillic: нэр; Mongolian: ᠨᠡᠷᠡ; Mwani: zina; Mòcheno: nu'm; Nanai: гэрбу; Navajo: -́zhiʼ, yízhí; Naxi: miq; Neapolitan: nomme; Nepali: नाम; Ngarrindjeri: mitji; Ngazidja Comorian: dzina; Nivkh: ӄʼа; North Frisian: noome; nööm; Northern Amami-Oshima: 名; Northern Sami: namma; Norwegian Bokmål: navn; Nynorsk: namn; Occitan: nom; Ojibwe: wiinzowin; Okinawan: 名; Oki-no-Erabu: 名; Old Church Slavonic Cyrillic: имѧ; Glagolitic: ⰹⰿⱔ; Old East Slavic: имѧ; Old English: nama; Old French: num; Old Javanese: ngaran; Old Persian: nāman; Oriya: ନାମ; Oromo: maqaa; Ossetian: ном; Ottoman Turkish: آد; Paiwan: ngadan; Pali: nāma; Pangasinan: ngaran; Pashto: نوم, اسم; Persian: نام, اسم; Pipil: -tukay, -tucay; Pitjantjatjara: ini; Plains Apache: -zhííh; Polish: imię, nazwa; Portuguese: nome; Prasuni: nom; Punjabi: ਨਾਂ; Quechua: suti, huti; Rohingya: nam; Romani: nav; Romanian: nume; Romansch: num, nom; Russian: имя, название; Rusyn: имня, мено, имено; Saho: migac; Samoan: igoa; Sanskrit: नामन्; Sardinian: nomene, nomini, numen, numene; Saterland Frisian: Noome; Scots: name; Scottish Gaelic: ainm; Serbo-Croatian Cyrillic: и̏ме; Roman: ȉme; Shan: ၸိုဝ်ႈ; Sherpa: མིང; Sicilian: nomu; Sidamo: suʼma; Silesian: mjano; Sindhi: نالو; Sinhalese: නම; Skolt Sami: nõmm; Slovak: meno; Slovene: ime; Slovincian: mjuono; Somali: magac; Sorbian Lower Sorbian: mě; Upper Sorbian: mjeno, imje, mje; Sotho: lebitso; Southern Amami-Oshima: 名; Southern Sami: nomme; Spanish: nombre; Sundanese: jenengan, nami; Swahili: jina sg, majina; Swedish: namn; Tabasaran: ччвур; Tagalog: ngalan, pangalan; Tahitian: iʻoa; Tajik: ном, исм; Tamil: பெயர்; Tatar: исем, ат; Tausug: ngan; Telugu: పేరు, నామము; Ternate: ronga; Tetum: naran; Thai: ชื่อ, นาม; Tibetan: མིང, མཚན; Tigrinya: ስም; Tocharian A: ñom; Tocharian B: ñem; Tok Pisin: nem; Toku-No-Shima: 名; Tongan: hingoa; Turkish: ad, isim; Turkmen: at; Tuvaluan: igoa; Tzotzil: biil; Udi: цӏи; Udmurt: ним; Ugaritic: 𐎌𐎎; Ukrainian: ім'я, назва; Umbrian: 𐌍𐌖𐌌𐌄𐌌, 𐌍𐌏𐌌𐌄; Urdu: نام, اسم; Uyghur: ئات, ئىسىم; Uzbek: ism, nom, ot; Venetian: nome; Vietnamese: tên; Volapük: nem; Votic: nimi; Waigali: nām; Wakhi: nung; Walloon: no; Welsh: enw; West Frisian: namme; Western Apache: -̨́-̨́zhi', -́zhi'; Western Bukidnon Manobo: ngazan; White Hmong: lub npe; Wutunhua: minze; Xhosa: ifani; Yaeyama: 名; Yagnobi: нум; Yakut: аат; Yiddish: נאָמען; Yogad: ngagan; Yonaguni: 名; Yoron: 名; Yoruba: orukọ; Yucatec Maya: kʼaabaʼ; Yup'ik: ateq; Yámana: wapus; Zazaki: name, nom; Zealandic: naem; Zhuang: mingzcih, mingzcoh, coh; Zulu: igama, ibizo