ὀνομαστής

English (LSJ)

ὀνομαστοῦ, ὁ,
A autumator, Glossaria
II ὀ. τῆς δεκαπρωτείας Κυρίλλου nominator of C. for the δεκαπρωτεία, BGU96.9 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 349] ὁ, der Benennende, Nennende (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὀνομάζων, ὁ δίδων ὄνομα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὀνομαστής, ὁ (Μ) ονομάζω
αυτός που δίνει όνομα, που ονομάζει.