ὀνοματοποιός

English (LSJ)

ὁ, coiner of names, esp. significant names, Ath. 3.99c, Zos.Alch.p.230 B.

German (Pape)

[Seite 349] ein Wort, einen Namen bildend, bes. indem man einen Naturlaut nachahmt; Ath. III, 99 c; Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομᾰτοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, σχηματίζων ὀνόματα ἢ λέξεις, μάλιστα κατὰ μίμησιν φυσικῶν ἤχων, Ἀθήν. 99C.

Greek Monolingual

ὀνοματοποιός, ὁ (Α)
αυτός που επινοεί ονόματα ή λέξεις, ιδίως κατά απομίμηση φυσικών ήχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όνομα, -ατος + -ποιός].