[Seite 349] ἡ, Benennung, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 502.
ὀνόμασις: ἡ, τὸ ὀνομάζειν, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 502.
ὀνόμασις, ἡ (Μ) ονομάζωκλήση κάποιου με το όνομά του.