ὀξυδορκία
English (LSJ)
ἡ, = ὀξυδερκία, Andronic.Rhod.p.572 M., Hippod. ap. Stob.4.39.26, Plot.5.9.1, etc.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vue perçante ou regard perçant.
Étymologie: ὀξυδερκής.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠδορκία: ἡ обладание острым зрением Arst., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυδορκία: ἡ, = ὀξυδερκία, Ἱππόδαμος παρὰ Στοβ. 555. 8, κτλ.