ὀξυλίπαρον

German (Pape)

[Seite 353] τό, τρίμμα, eine Brühe von Essig u. Fett; Timocl. com. bei Ath. IX, 385 a; χυμίον, Sotad. ib. VII, 293 (v. 19).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠλίπᾰρον: (ἐξυπ. τρῖμμα), τό, ἄρτυμα συγκείμενον ἐξ ὄξους καὶ ἐλαίου, Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 19, Τιμοκλῆς ἐν «Δακτυλίῳ» 1.