τρίμμα
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
German (Pape)
[Seite 1144] τό, 1) das Geriebene, Zerriebene; übertr., ein abgeriebener, abgefeimter, durchtriebener Mensch, Ar. Nub. 260 Av. 430. – 2) ein aus geriebenen Gewürzen bereiteter Trank; Ath. I, 31 e; Axion. ib. VIII, 342 b; Poll. 6, 18; – auch eine Art Brühe, die aus mehreren Bestandteilen gemischt ist, Archestrat. bei Ath. VII, 310 d. – 3) ein seines Backwerk, Hesych.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. τρῖμμα.
Greek Monolingual
το / τρῖμμα, -ίμματος, ΝΜΑ τρίβω
καθετί που μεταβλήθηκε σε πολύ μικρά μέρη, ιδίως με τριβή, θρύμμα, θρύψαλο («τρίμματα ψωμιού»)
νεοελλ.
φρ. «ένα τρίμμα» — κάτι ελάχιστο
αρχ.
1. άνθρωπος πεπειραμένος και πανούργος
2. είδος ποτού παρασκευασμένου από τριμμένα αρώματα ή είδος του χυλώδους εδέσματος μυττωτού
3. είδος γλυκίσματος.