ὀξυχολία

German (Pape)

[Seite 355] ἡ, Jähzorn, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠχολία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ὀξύχολος, Ἐφρ. Σύρ. τ. 3, σ. 221F.

Greek Monolingual

ὀξυχολία, ἡ (ΑΜ) οξύχολος
ευερεθιστότητα, οξυθυμία.